Η Aulona Lupa μετράει στον χώρο της υποκριτικής σχεδόν πέντε χρόνια, απόφοιτη της Δραματικής Σχολής του Ωδείου Αθηνών.
Ιδρυτικό μέλος της ομάδας Corporis μαζί με τους Αλέξανδρο Βαρδαξόγλου και Χρυσάνθη Αυλωνίτη, βρίσκονται σε πρόβες για μια χοροθεατρική παράσταση, ενώ τον Μάιο θα την παρακολουθήσουμε στην παράσταση χορού της Ερμίρα Γκόρο.
Concept συνέντευξης + Φωτογραφίες: Γιώργος Αλεξανδράκης
Αν η (Αθήνα ή άλλη πόλη) ήταν μια μεγάλη θεατρική σκηνή, ποιο έργο θα ανέβαζες και σε πιο κτίριο θα το φιλοξενούσες;
Διαλέγω την Αθήνα. Γιατί πραγματικά είναι μοναδική και ξεχωριστή ευρωπαϊκή πόλη (δεν έχει τύχει ακόμη να ταξιδέψω εκτός Ευρώπης). Η Αθήνα είναι κινηματογραφική, άναρχη και ρυθμική.
Θα έκανα λοιπόν μια θεατρική μεταφορά της «Κακής εκπαίδευσης» του Πέδρο Αλμοδόβαρ. Ο ιδανικότερος και πιο αντιπροσωπευτικός χώρος για μια παράσταση με τέτοιο θέμα είναι το ιστορικό κτίριο του Τσίλερ «Μέγας Αλέξανδρος», ξενοδοχείο που χτίστηκε το 1889, λειτουργούσε μέχρι και τη δεκαετία 1950 και δεσπόζει στην Ομόνοια.
Ποιος σκηνοθέτης θα ήταν ιδανικός να μεταφέρει την παράσταση στον κινηματογράφο;
Μια τέτοια ταινία στην αισθητική της Αθήνας τού σήμερα με στοιχεία ελληνικής πραγματικότητας θα μπορούσε να μεταφέρει στο ελληνικό σινεμά ο Κωστής Χαραμουντάνης. Είναι ένας νέος, πολλά υποσχόμενος κινηματογραφιστής, με οπτική σε μια πιο σουρεαλιστική βερσιόν από την πρωτότυπη και άφθονο χιούμορ. Πιστεύω πως θα μπορούσε τέλεια να εφάπτει στην ιστορία αυτή.
Ποια στιγμή της ημέρας θα επιθυμούσες να φωτιστεί το σκηνικό της ζωής σου;
Ένα φωτεινό μεσημέρι, ιδανικά θα ήθελα να είναι καλοκαίρι.
Ενδεχομένως να χρειαστείς κάποια έργα τέχνης ως μέρος του σκηνικού. Ποιος καλλιτέχνης (ζωγράφος, γλύπτης κ.λπ.) θα ήθελες να τα φιλοτεχνήσει και ποια έργα του θα αποτελούσαν μέρος της σκηνογραφίας;
Δεν φαντάζομαι κάποιον ζωγράφο ή γλύπτη. Θα διάλεγα την Christine Marie και τις visual σκιές της. Φαντάζομαι αυτή την παράσταση σαν ένα θέατρο μεγάλων επιβλητικών σκιών που έρχονται σε διάλογο με τον ένα και μόνο ηθοποιό-χορευτή που θα ενσαρκώνει τον «Μανόλο», ο οποίος που είναι και ο βασικός χαρακτήρας της ιστορίας μας.
Ποιο μουσικό έργο θα ήθελες να ακουστεί στο τέλος της παράστασης ή κατά τη διάρκειά της;
Μουσική θα έγραφε ο Alva Noto, Γερμανός συνθέτης που έχει γράψει μουσική εκτός των άλλων και για το «Revenant» του Alejandro Inarittu. Σίγουρα κατά τη διάρκεια της παράστασης θα χρησιμοποιούσα το «Noon -Allva Noto+Ryuichi Sakamoto», ένα κομμάτι που πραγματικά είναι πολύ δύσκολο να καταλάβεις τι συναισθήματα σου προκαλεί. Παραπέεις και τα 10 λεπτά από τον εκνευρισμό στη συγκίνηση και πάλι πίσω.
Για να επικοινωνήσεις την παράσταση θα χρειαστείς φωτογραφικό υλικό για να πάρουν οι θεατές μια πρώτη γεύση γι’ αυτό που θα παρακολουθήσουν. Αυτό θα μπορούσε να είναι μια φωτογραφία, ένα κόμικς ή κάποιο γραφιστικό. Ποιο θα επέλεγες ως αναφορά για το έργο σου;
Ας πούμε ότι εικονογραφούμε αυτή την παράσταση, τα σκίτσα θα ήταν του Αρκά – του απόλυτου ελληνικού κόμικς!