Ο Ευθύμης Χρήστου είναι ένας νέος και δημιουργικός καλλιτέχνης, σκηνοθέτης, κινησιολόγος και ηθοποιός.
Σκηνοθετεί το έργο του Philip Ridley “Vincent River” ή Ελληνικά “Αίμα στο Χιόνι” που λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα θεατρικό βαγόνι της Αμαξοστοιχίας Θεάτρου το τρένο στο Ρουφ.
Ένα σύγχρονο έργο που ανέβηκε για πρώτη φορά πριν από περίπου 20 χρόνια στο Λονδίνο και παραμένει πάντα επίκαιρο. Αναφέρεται στη διαφορετικότητα, στις ανθρώπινες οικογενειακές σχέσεις και πως η βία μπορεί να εισβάλει στη ζωή μας, απλά γιατί δεν είμαστε «συνηθισμένοι» άνθρωποι. Ένα σκληρό έργο, γραμμένο όμως με λεπτότητα, πραγματεύεται τόσο σημαντικά και εσωτερικά θέματα, με την ασφάλεια που προσφέρει μια θεατρική σκηνή.
Η σκηνοθετική ματιά του Ευθύμη σε συνδυασμό με τις δυνατές ερμηνείες των ηθοποιών δημιουργεί έντονες στιγμές και ωθεί τους θεατές να ανοίξουν το δικό τους διάλογο με το κείμενο. Δεν είναι τυχαίο το ανέβασμα του έργου στην Αθήνα, μέσα σε ένα βαγόνι, όπως δεν είναι και καθόλου τυχαία η επιλογή του έργου, σήμερα. Η ανάγκη του να μιλήσεις μέσα από την τέχνη για όσα συμβαίνουν παγκοσμίως είναι επιτακτική και μπορεί να αποτελέσει αφορμή για να αφυπνίσει συνειδήσεις και να οδηγήσει σε καλύτερες αποφάσεις για το μέλλον.
Πού τοποθετείς χωροχρονικά την απόφασή σου να σπουδάσεις υποκριτική, κινησιολογία και σκηνοθεσία;
Ανήσυχος μικρός, δεν άντεχα το σχολείο, ήθελα να βγω έξω να τα γνωρίσω όλα. Αντιδρούσα σε όλα. Έτυχε να πάω σ’ ένα θεατρικό εργαστήρι, εμπνεύστηκα πολύ, ένιωσα ότι κάτι με κάνει να θέλω να μείνω, αλλά δεν έφτανε, ήθελα κι άλλο. Κι αυτό που θα το λέω για όλη μου τη ζωή: Δεν κατάλαβα εγώ τη θεατρική μου ανάγκη, την κατάλαβαν οι γονείς μου. Οξύμωρο, το ξέρω. Σχεδόν με έσπρωξαν να το κάνω. Τι σχεδόν δηλαδή, έψαξαν τις σχολές, ρώτησαν και μου είπαν “άντε, αφού αυτό θες να κάνεις”. Τους είπα “ποιος θα πληρώνει τη σχολή” και είπαν ” μαζεύαμε χρήματα για ώρα ανάγκης, ήρθε η ώρα αυτή”. Με μετακίνησε η σκέψη τους, με μεγάλωσε ξαφνικά η ευθύνη απέναντι στην οπτική αυτών των ανθρώπων να θεωρούν ανάγκη, την ανάγκη μου. Έτσι κι έγινε. Σπούδασα στη δραματική σχολή “Γ.Θεοδοσιάδης”. Μέσα από τη σχολή, προέκυψαν κομβικές συνεργασίες για το ξεκίνημά μου, όπως αυτή με τη χορογράφο Λία Τσολάκη, δασκάλα μου τότε στη σχολή. Επτά χρόνια συνεργασίας δίπλα της, μέσα στο χορό και την κίνηση, μικρόβιο που κουβαλάω έντονα. Κάπου προς το τέλος της σχολής μπερδεύτηκα. Υποκριτική, χορός, σκηνοθεσία. Με δελέαζε συνεχώς το απέξω, η δημιουργία εικόνων- αισθήσεων και η συνολική οπτική ενός έργου τέχνης. Ήθελα να παίρνω τις αποστάσεις μου, να μπορώ να το βλέπω ολόκληρο. Θέλησα να το καταλάβω καλύτερα. Έψαξα, παρακολούθησα με υποτροφία το τμήμα performing arts, English theater Berlin με άξονα τη σκηνοθεσία και την κίνηση στο θέατρο. Και μετά από κάποιες συνεργασίες ως ηθοποιός, performer, βοηθός σκηνοθέτη, βοηθός χορογράφου, κινησιολόγος, είμαστε εδώ, σκηνοθετώ, διδάσκω θέατρο, κινώ παραστάσεις και … οψόμεθα.
Τι σε δυσκολεύει στη δουλειά σου και τι είναι εκείνο που “ζηλεύεις” στον τρόπο με τον οποίο το ίδιο επάγγελμα ασκείται στο εξωτερικό;
Οι δυσκολίες είναι πολλές και ξεκινούν όλα από την κοινωνική και κρατική υποτίμηση της τέχνης. Η τέχνη για την Ελλάδα και όχι μόνο, δεν είναι θέμα ζωτικής σημασίας. Όταν δηλαδή σε μια χώρα υποτιμάται η εκπαίδευση ή η ιατρική περίθαλψη ή τα ανθρώπινα δικαιώματα, τι περιμένεις να γίνει με την τέχνη; Τα προβλήματα είναι πολλά και αλληλένδετα. Οι παραστατικές τέχνες από το ξεκίνημά τους είχαν και έχουν ένα σημαντικό ρόλο, να εκφράσουν και να αναδείξουν τις σκέψεις και τους προβληματισμούς των ανθρώπων, να συνομιλήσουν με τις σκέψεις αυτές, να προβληματίσουν, να συγκινήσουν, να αφυπνίσουν, να διασκεδάσουν. Αυτό είναι δουλειά, είναι επάγγελμα. Πληρώνεσαι ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε. Όταν η οικονομική ανταμοιβή του επαγγέλματος αυτού, υποτιμάται τόσο που είσαι αναγκασμένος να κάνεις άλλες δύο, τρεις και τέσσερις δουλειές ταυτοχρόνως, ο χρόνος που αφιερώνεις δεν είναι αρκετός για να προσφέρεις το ιδανικότερο αποτέλεσμα. Παύεις να νιώθεις καλλιτέχνης με όλα αυτά, ξεχνάς γιατί ξεκίνησες. Θέλει συνεχή υπενθύμιση για να κρατήσεις τον εαυτό σου σε μια ισορροπία. Αν κάτι ζηλεύω από όσα συναντώ εκτός των συνόρων, είναι η αξία που δίνεται στην τέχνη του θεάτρου, το πόσο σημαντική τη θεωρούν, η αξιοπρέπεια που νιώθω ως καλλιτέχνης και ως επαγγελματίας που κάνω τη δουλειά μου και η ανταμοιβή που πέρα από οικονομική είναι και ηθική.
Τίρανα, Αθήνα, Βερολίνο…
Δεν έχει σημασία ο τόπος, σημασία έχουν οι άνθρωποι. Στους τόπους αυτούς έτυχε να συνωμοτήσουν τα αστέρια, να βρεθώ και να γίνουν σταθμοί – ορόσημα στη ζωή μου. Αλλού να γεννηθώ, αλλού να ζήσω όλες τις τρελές εμπειρίες μου, αλλού να ωριμάσω την τέχνη μου. Κι άλλα τόσα μέρη που βρέθηκα, άλλα με περισσότερες, άλλα με λιγότερες μνήμες. Τα σύνορα, όμως, με όλο το συνδυασμό αυτών των πραγμάτων μέσα μου, δεν μπορούν να τα ορίσουν οι γραμμές στο χάρτη και τα συρματοπλέγματα. Είμαι ευγνώμων για όλους τους τόπους και όλους τους ανθρώπους που συνάντησα ως τώρα.
Στην αμαξοστοιχία- Θέατρο Το Τρένο στο Ρουφ, φέτος σκηνοθετείς το “Αίμα στο Χιόνι”. Θέλεις να μου πεις λίγα λόγια για την επιλογή του έργου και τους ηθοποιούς που συνεργάζεσαι;
Το έργο Vincent River του πολυβραβευμένου Άγγλου συγγραφέα Philip Ridley, με τον ελληνικό τίτλο Αίμα στο Χιόνι, έπεσε στα χέρια μου χρόνια πριν και από τότε πέρασε από πολλά κύματα ώσπου να πάρει τη θέση του στο σωστό χωροχρόνο και να ανέβει.
Το έργο αυτό είναι μια ωδή στο πένθος, με μία μητέρα στα όρια της εξάντλησης, να προσπαθεί να βγάλει άκρη ανάμεσα σε αυτά που ακούει από τους άλλους, για τον μόλις δολοφονημένο γιο της από ξυλοδαρμό και σε αυτά που σκέφτεται και νόμιζε πως ήξερε εκείνη για το γιο της ως τώρα. Η ομοφυλοφιλία του γιου της είναι κάτι που έρχεται στην επιφάνεια, για εκείνη και τον κοινωνικό περίγυρο, μετά το θάνατό του. Γεγονός που αναστατώνει ακόμη περισσότερο τη μητέρα που παλεύει με το πένθος και τα νέα για εκείνη δεδομένα. Αρχίζει και ψάχνει απαντήσεις, ώσπου βρίσκεται στο δρόμο της ένα νεαρό αγόρι που την ακολουθεί για μέρες. Καταλαβαίνει ότι ίσως είναι η μόνη ευκαιρία να μάθει περισσότερα, αφού μοιάζει σχεδόν βέβαιο πως η παρακολούθηση του αγοριού έχει κάποια σχέση με το γιο της. Ανοίγει την πόρτα της, τον βάζει μέσα και από αυτό το σημείο ξεκινάει η παράσταση. Η Μαρία Ζορμπά, η Anita, έχει το ρόλο της μητέρας αυτής και κάθε φορά με εκπλήσσει η αλήθεια της, η προσήλωση της, η εμπιστοσύνη της στη σκηνοθετική γραμμή και η σταθερότητά της. Αυτή τη στιγμή είμαι σε άλλη πόλη, η παράσταση παίζεται χωρίς να την επιβλέπω και παρόλα αυτά ξέρω ότι έχω αφήσει την παράσταση σε μητρικά χέρια. Ο Κωνσταντίνος Τσονόπουλος, είναι νέο μέλος της παράστασης και μπήκε φέτος στη δύσκολη διαδικασία της αντικατάστασης του ρόλου του Davey. Ευτυχώς έχουμε συνεργαστεί ξανά σε άλλη παράσταση και γνωριζόμαστε καλά, ξέρει τον κώδικα μου.
Τι είναι εκείνο που σε άγγιξε στο έργο του Philip Ridley;
Η σχέση γονέα- παιδιού.
Ο θάνατος ενός πλάσματος, ενός νεαρού παιδιού που ψάχνει τον έρωτα και σκοτώνεται γι’ αυτό, μόνο και μόνο επειδή το σώμα του είχε μια βαθιά επιθυμία για έρωτα. Κι αυτή η τεράστια ανάγκη για αλήθεια και ανθρώπινη επαφή.
Ο θάνατος πολλών νέων ανθρώπων, θύματα βίας από υπανθρώπους, απλά γιατί ήταν διαφορετικοί ή «ενοχλητικοί» στην κοινωνία, δυστυχώς δεν είναι είδηση. Είναι ένα θέμα αρκετά επίκαιρο. Πόσο δύσκολο είναι να σκηνοθετείς ένα έργο που πραγματεύεται τη βία;
Στις πρόβες πιάναμε τους εαυτούς μας να χρειαζόμαστε αέρα, να χρειαζόμαστε λίγο νερό. Άλλες φορές υπήρχε η ανάγκη να μιλήσουμε για ώρες, άλλες ακόμα και να σταματήσουμε την πρόβα. Η Μαρία κάποια στιγμή άφησε το τραπέζι που δουλεύαμε και πήγε μέσα και ξάπλωσε. Εκεί κατάλαβα πως δε μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτά χωρίς μικρές ανάσες ανάμεσα. Έτσι αρχίσαμε να γελάμε, από αμηχανία στην αρχή και μετά το χρησιμοποίησα στο έργο. Βάλαμε μικρά διαλείμματα με χαμόγελα, βλέμματα που εννοούν πράγματα. Μικρές αμηχανίες. Ανάβουμε ένα κερί σε όλα αυτά τα παιδιά. Κόβουμε ένα πορτοκάλι να μυρίσει λίγη ζωή. Βάζουμε μια μουσική που κάτι σημαίνει όταν δε θέλουμε να πούμε ή να ακούσουμε άλλα. Μόνο πηγαίνοντας κόντρα στη βία μπορείς να μιλήσεις για αυτήν. Αν την ακολουθήσεις χάνεσαι μέσα της.
Γιατί πιστεύεις ότι σκεφτόμαστε ότι ο άλλος είναι διαφορετικός από εμάς και όχι εμείς από αυτόν;
Ήταν πάντα ανάγκη των λαών να ομοιάζουν. Για να ανήκουν κάπου. Πάντα ο άνθρωπος θέλει να ανήκει κάπου. Σε μια ομάδα, να είναι αρεστός. Στην κοινωνική αυτή συνθήκη οτιδήποτε διαφέρει και πάει κόντρα στην ομάδα μπορεί να θυμίζει αυτό που φοβόμαστε να γίνουμε. Διαφορετικοί από τους άλλους και άρα μόνοι.
Υπήρξε κάποια σκηνοθετική δυσκολία που ξεπεράστηκε;
Πέραν της παραπάνω κουβέντας περί βίας και της προσπάθειας για λίγη ομορφιά, είχα να αντιμετωπίσω τον υπέροχο, αλλά κατά τα άλλα δύσκολο χώρο ενός βαγονιού, όπου οι θεατές έχουν τη μαγική εμπειρία να βλέπουν παραστάσεις. Οι θεατές δεν έχουν την κλασική σχέση με τη σκηνή. Χρειαζόταν κάτι να κάνω με τις κούτες που αναφέρονται στο κείμενο και από όπου η Anita διαρκώς βγάζει κομμάτια της ζωής της με τον Vincent. Πέρα από τους πρώτους θεατές οι υπόλοιποι δε μπορούν να δουν στο πάτωμα της σκηνής. Κάπου έπρεπε να τις τοποθετήσω ώστε να τις εμφανίζει ξαφνικά αλλά και να φαίνεται η διαδικασία. Έτσι μια μέρα στο θέατρο, μεσάνυχτα, που συζητούσαμε με τη σκηνογράφο και ενώ είχαμε σπάσει το κεφάλι μας, μου ήρθε η ιδέα. Ένα πατάρι. Κρεμάσαμε ένα πατάρι από την οροφή του βαγονιού, από όπου η Anita κατεβάζει ότι χρειάζεται. Μας άνοιξε έναν ολόκληρο σκηνοθετικό κόσμο.
Είναι κάποιο σημείο στο έργο που το κουβαλάς μαζί σου;
Ειλικρινά πολλά. Αν κάτι πρέπει να ξεχωρίσω είναι οι τελευταίες φράσεις της Anita στο έργο , όταν όλα πια έχουν ειπωθεί και τυχαία πιάνει στα χέρια της ένα φλιτζάνι- κειμήλιο της μαμάς της που έσπασε. ” Κοίτα τώρα να δεις. Το τελευταίο. Τα φλιτζάνια της μαμάς. Τι θα έλεγε , τι θα έλεγε τώρα η μαμά; Να την πάρει ο διάολος. Τι θα έλεγε η μαμά; Να την πάρει ο διάολος. Να την πάρει ο διάολος τη μανούλα.” Κλείνει λέγοντας αυτά τα λόγια και καταλαβαίνοντας την παρουσία όλων των προκαταλήψεων που κουβαλούσε από τη μαμά της μαζί με τα φλιτζάνια της. Που δεν άφησε το γιο της να της μιλήσει για όσα ένιωθε πριν να είναι πολύ αργά. Όπως παλιά είχε κάνει η δική της η μαμά σε εκείνη. Σπάει το φλιτζάνι σαν να σπάει η αλυσίδα. Μόνο που χρειάστηκε να πεθάνει ένας άνθρωπος για να συμβεί.
Ποιο είναι το όραμα σου για την τέχνη που “υπηρετείς”;
Να πάρει μια μέρα τη θέση που της αξίζει. Να έχει ο κόσμος την ανάγκη να συνομιλήσει μαζί της. Να κλείσει την εγωιστική τηλεόραση που εισβάλλει στο σπίτι και σε καθίζει, σου κλείνει τα μάτια και σου κάνει πλύση εγκεφάλου και να βγει έξω να φωνάξει, όπως φωνάζουν οι παραστάσεις για όλα αυτά που προβληματίζουν και εκείνον.
Info