Ηλίας Λογοθέτης: «Αν ζούσαν κάποιοι άνθρωποι θα ήμουν και εγώ καλύτερος σήμερα!»
Συνέντευξη: Γιώτα Δημητριάδη
Φωτογραφίες: George Alexandrakis
Οι περιγραφές του θα μπορούσαν να ‘χουν ξεπηδήσει από λογοτεχνικό ανάγνωσμα, αξιοζήλευτα γλαφυρές και με κάτι μαγευτικές λεπτομέρειες, που σου διεγείρουν ακόμα περισσότερο τη φαντασία. Σαν την κανέλα που μου προσθέτει στον εσπρέσο, που τόσο ευγενικά, μου ετοιμάζει και μου προσφέρει ,”Γιατί αυτή δίνει ένα ξεχωριστό άρωμα”, όπως θα μου πει.
Μ’ ένα ξεχωριστό άρωμα ντύνει η προσωπικότητά του ολόκληρη τη συνάντησή μας. Άρωμα με ευωδιές μιας σπουδαίας καλλιτεχνικής πορείας, για την οποία ο Ηλίας Λογοθέτης δεν χρειάζεται συστάσεις.
Σε εντυπωσιάζει με τις γνώσεις του. Επί παντός επιστητού θα σου πει την κατάλληλη φράση ενός σπουδαίου συγγραφέα. Σε αφοπλίζει με την ειλικρίνειά του. Σε συγκινεί με την αλήθεια και τη γενναιοδωρία του.
Φέτος, συνεχίζει, για δέκατη χρονιά, “Το Αμάρτημα της Μητρός μου”, μια μοναδική παράσταση, που, όπως μου είπε και η σύζυγός του, Μαρία Ζαχαρή: “Αισθανόμαστε πλέον, σαν υποχρεωμένοι να την παίζουμε, όλοι θεωρούν δεδομένο ότι θα συνεχίσουμε και υπάρχουν κρατήσεις από πέρσι…”
Φεύγοντας από το σπίτι του, εκείνο το συννεφιασμένο απόγευμα, δεν είχε γεμίσει μόνο το μαγνητοφωνάκι μου…
Κατά καιρούς, έχετε διηγηθεί όμορφες ιστορίες, από τα παιδικά σας χρόνια στη Λευκάδα. Θα ήθελα να μου πείτε μια ιστορία που δεν ξέρουμε. Πώς ένα νέο παιδί βρέθηκε από το νησί του στο Θέατρο Τέχνης;
Είναι μια από τις πιο ωραίες αναπολήσεις της ζωής μου. Ήταν ένα πανέμορφο πρωινό Σεπτέμβρη και, δυστυχώς, αυτός ο άνθρωπος, που με πήρε από το χέρι εκείνο το πρωινό, δεν υπάρχει πια.
Είχαμε ξενυχτήσει, συζητώντας με τον φίλο μου τον Γιώργο, στο καφενείο ενός Λευκαδίτη, δυστυχώς τον χάσαμε και αυτόν, όταν μου είπε: “Περνάει το λεωφορείο των 8:00 για την Αθήνα και θέλω να σε πάρω να πάμε να δώσεις εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης.” Του είπα “Βρε Γιώργο, άσε με εδώ που κάθομαι ωραία-ωραία!” Εκείνος επέμενε και μου είπε να πάω να χαιρετήσω τη μάνα μου και να της πω ότι δεν θα αργήσω να γυρίσω. Έτσι ξεκίνησε!
Πήγα λοιπόν στο σπίτι, πήρα ένα φοβερό παλτό καμηλό, που μου είχε αγοράσει ο πατέρας μου και 500 δραχμές, που είχα σ’ ένα βιβλίο. Αυτό το ποσό ήταν το δώρο, που μου είχε κάνει ο αδερφός της μητέρας μου, η λεγόμενη “στρούνα”, δηλαδή το δώρο που κάνανε τις γιορτινές μέρες. Ιδιαίτερα τα Χριστούγεννα, όπως είχε κάνει τότε ο θείος μου, ο Χρήστος. Ήταν ένα πανέμορφο, κολλαριστό πεντακοσάρικο, μεγάλο ποσό τότε. Μιλάμε για το 1964.
Όταν με είδε η μητέρα μου στο σπίτι, έτρεξε να μου ετοιμάσει κάτι να φάω, γιατί τότε γυρίζαμε και όλη μέρα έξω με κορίτσια και διάφορα και δεν με έβλεπε καθόλου. Της είπα λοιπόν ότι θα φύγω με τον Γιώργο τον Ψύλλα, τον Αστραχά, για την Αθήνα.
Έτσι και έγινε!
Από παρότρυνση φίλου δηλαδή ;
Δεν ξέρω, ρε παιδί μου, τον άκουσα! Φτάσαμε απόγευμα, θυμάμαι… Πήγαμε στον Γκούμα, στον ταμία του Θεάτρου Τέχνης, η ψυχή του θεάτρου, που γέρασε και πέθανε εκεί. Του έδωσα ένα κόκκινο κατοστάρικο για την εγγραφή. Μας είπε: “Δίνετε εξετάσεις; Τρεχάτε γρήγορα για να προλάβετε!” Έτσι ξεκίνησε αυτή η περιπέτεια…
Σε συνέντευξή σας έχετε δηλώσει ότι αποφύγατε “τον εγκλεισμό”, επειδή ασχοληθήκατε με την υποκριτική. Τι προσέφερε στην ψυχή σας, λοιπόν;
Η ασχολία και η προσπάθεια κατανόησης των μεγάλων κειμένων μου ισορρόπησαν τον εγκέφαλο, ο οποίος είχε εξασθενήσει από τις μικρότητες, την τραγωδία της νιότης και της καθημερινότητας, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια άσκηση, στην ουσία, πάνω στον θάνατο. Ξεμπλοκαρίστηκε έτσι το μυαλό μου από όλες αυτές τις έννοιες: “Αν είμαι ωραίος”, “Αν φοράω καλόγουστα παπούτσια” κ.τ.λ. Αφοσιώθηκα στα σπουδαία κείμενα και τότε ήταν ευτυχία μεγάλη. Γιατί ήμουν και υποψιασμένος, δεν ήμουν άμοιρος κειμένων.
Δεν μετανιώσατε ποτέ που ασχοληθήκατε με το θέατρο;
Εγώ, ναι! Είχα πολλά προσόντα να κάνω πολλά πράγματα, και σπουδές. Είχα πετύχει σε σχολές καλές και κυρίως μετάνιωσα που δεν ακολούθησα την κλίση μου στην όπερα. Η Αγνή Μπάλτσα ξέφυγε, η φίλη μου, η αγαπημένη και αδερφή μου, έτσι θέλω να την ονομάζω, γιατί μεγαλώσαμε μαζί και έκανε αυτό που έκανε. Δεν μου αρέσει να μη δοκιμάζω…
Σκεφτόσαστε ότι θα μπορούσατε να είχατε φύγει στο εξωτερικό;
Θα έπαιρνα υποτροφία, ήμουν πολύ καλός. Ακόμα εξακολουθώ να ‘μαι πολύ καλός τραγουδιστής και ας έχω μεγαλώσει. Δεν δοκίμασα όμως… Το ίδιο συνέβη και το 1970 με μια ταινία που έκανα με Ιταλούς παραγωγούς. Μου είχαν δώσει και χρήματα, μου είχαν βρει και σπίτι στη Ρώμη να καθίσω δύο χρόνια, σε περίπτωση που δεν δουλέψω να μην έχω ανάγκη. Κάτι θα έκανα, σε κάποια ταινία θα έπαιζα οπωσδήποτε!
Τι πιστεύετε ότι σας εμπόδισε τότε;
Δεν ξέρω το ψάχνω, το ψάχνω… Κάτι από το ασυνείδητο, ένα ντιβάνι του Γιάλομ μπορεί να βοηθούσε. Πάντως, όταν ακούω όπερα, είμαι πολύ ευσυγκίνητος. Κάθε φορά κλαίω. Μου έμεινε απωθημένο. Βλέπω εφιάλτες ότι τραγουδάω όπερα.
Το θέατρο κάνει το πέρασμα των χρόνων να φαίνεται πιο γλυκό και την αλλαγή πιο ήπια ή μήπως όχι;
Δεν νομίζω, ίσα- ίσα που αποκαλύπτει τη σκληρότητα και την ωμότητα της ύπαρξής μας. Η ύπαρξή μας ζει σ’ ένα βασανιστήριο καθημερινότητας. Οι χαρές της σκηνής, βέβαια, έχουν αξία, αλλά κρατάνε ελάχιστα σε σχέση με τον χρόνο της ζωής.
Δεν νομίζω ότι η Τέχνη βοηθάει τον άνθρωπο να βελτιωθεί, μόνον η ενδοσκόπηση. Αυτό που έλεγε ο Μάρκος Αυρήλιος ότι μόνο ενδοσκοπώντας τον εαυτό μας και την ύπαρξή μας, μπορούμε να βελτιωθούμε. Γιατί, όπως έλεγα και σε κάποιους μαθητές μου, αν η Τέχνη μπορούσε να σώσει την ανθρωπότητα, μ’ όλα αυτά τα αριστουργήματα, θα την είχε σώσει. Θα την είχε κάνει καλύτερη, αισθητικά ωραιότερη, δεν θα υπήρχε αυτή η βαρβαρότητα.
Φαντάζομαι πως μια από τις χαρές της σκηνής, που αναφέρατε, και μάλιστα μεγάλη, θα ήταν και όταν ο Χάρολντ Πίντερ σας παρακολούθησε να πρωταγωνιστείτε στο ανέβασμα του έργου του “Νεκρή ζώνη”.
Η μέρα που ήρθε ο Πίντερ, αυτός ο κολοσσιαίος επιστήμονας, ο κολοσσιαίος συγγραφέας, και ξενυχτήσαμε ήταν απίστευτη. Μου στοίχισε πολύ που πέθανε, πέθανε πολύ γρήγορα από τη μέρα που τον γνώρισα. Αν ζούσε μερικά χρόνια, μπορεί να ήμουν και εγώ καλύτερος σήμερα. Έχω μια φωτογραφία από εκείνη τη βραδιά. (Σσσ :Σηκώνεται, πηγαίνει σ’ ένα τραπεζάκι, την παίρνει, τη φέρνει και μου τη δείχνει). Είναι η ψυχή μου ολόκληρη!
Ήρθε στην παράσταση με τη γυναίκα του και με συνεχάρη στη σκηνή απάνω. Φεύγοντας, γύρισε πίσω και μου ξαναέδωσε συγχαρητήρια. Έπειτα από αυτήν την παράσταση έπρεπε να είχα εγκαταλείψει το θέατρο, αν δεν ήταν ο Βιζυηνός να μου έδινε και πάλι τόση χαρά! Ήμουν στη μορφή της τελειότητας εκεί.
Αν σας ρωτούσα ποια εποχή αισθανόσασταν καλύτερα καλλιτεχνικά, θα επιλέγατε αυτήν τη συνάντηση με τον Πίντερ;
Δεν ήταν μια εποχή, ήταν τρεις στιγμές. Ξεκινάει πάλι μ’ έναν Πίντερ, τον “Επιστάτη” στο Θέατρο Τέχνης, με τον αγαπημένο μου και καλύτερο ηθοποιό του κόσμου, που λεγόταν Θύμιος Καρατσάνης. Ήταν και δάσκαλός μου, παρόλο που δεν είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας, αλλά εκείνος είχε πάει νωρίτερα στη σχολή. Τότε είχα την ευτυχία, αφού πρώτα τον είχα δει σ’ αυτό το έργο, στη συνέχεια να παίξω μαζί του έναν σπουδαίο ρόλο, τον Άστον. Στη συνέχεια, θα ξεχώριζα “Το τέλος του παιχνιδιού” του Μπέκετ.
Επίσης ,μια απίστευτη άρια που μου είχε γράψει ο Γιάννης Χρήστου, που τραγούδαγα στους Βατράχους, στην παράσταση του Κουν. Ο Γιάννης ο Χρήστου, αυτή η μεγάλη μορφή, που χάθηκε τόσο νέος. Έχω την εντύπωση, όπως είπα πριν και για τον Πίντερ, πως, αν κάποιοι άνθρωποι δεν έφευγαν από τη ζωή, θα ήμουν και εγώ καλύτερος. Και, φυσικά, με τον Αντύπα και τον Πίντερ, που υπήρχε μια μουσική μέσα μου! Και τα εννιά χρόνια που έχω ζήσει θεϊκές στιγμές με το “Αμάρτημα της Μητρός μου”, μ’ αυτό το αριστουργηματικό έργο του Βιζυηνού, που θα συνεχίσουμε για δέκατη χρονιά.
Επομένως επιλέγετε στιγμές…
Ναι, πιστεύω πως η ζωή, γενικά, είναι συλλογή στιγμών. Είναι και αυτή η ρήση του Πίτερ Μπρουκ πως, αν στα μεγάλα έργα μπορέσουμε και τιθασεύσουμε μερικές μεγάλες στιγμές του έργου, είμαστε τρομερά επιτυχείς στο έργο! Δεν μπορούμε να εποπτεύσουμε ολόκληρο τον “Ληρ”, για παράδειγμα. Αν γίνει αυτό, έπειτα από τρεις παραστάσεις πας στο νοσοκομείο! Είναι αστεία πράγματα αυτά… Λένε αστεία πράγματα κάποιοι και, ως ένα σημείο, κατανοώ την υπερβολή και ότι μπορεί να είναι στη φύση του ανθρώπου η προβολή, αλλά πρέπει να υπάρχει και μια κατανόηση αυτών που λέγονται. Πιστεύω πως εγώ ακούω σε μεγάλο βαθμό τις ανοησίες που λέω και βελτιώνομαι. Γιατί δεν είναι κακό να λες ανοησίες, αρκεί να τις ακούς.
Είστε ικανοποιημένος από την αντιμετώπιση του καλλιτεχνικού σας χώρου ή έχετε κάποιες πικρίες. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι δεν έχετε δεχθεί πρόταση τα τελευταία χρόνια να παίξετε στο Εθνικό Θέατρο σας έχει στεναχωρήσει;
Αυτό το επίθετο “Εθνικό” πρέπει να φύγει! Δεν είναι Εθνικό Θέατρο αυτό, είναι μια εταιρεία συμφεροντολόγων. Μια προσωποπαγής εταιρεία, που ο καθένας έχει κάνει ό,τι θέλει!
Δεν πιστεύετε ότι κάτι θα αλλάξει με τη νέα διοίκηση;
Τίποτα! Υπάρχουν άνθρωποι που μπαινοβγαίνουν ό,τι ώρα θέλουν και υπάρχουν άνθρωποι σημαντικοί που δεν παίζουν ποτέ, και δεν το λέω για μένα. Δεν έχω ανάγκη εγώ. Το θεωρούσα όμως υποχρέωση, κάποιος σκηνοθέτης να με καλέσει. Δεν το λέω για παράπονο. Μπορεί και να μην πήγαινα, δεν έχει σχέση, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πώς κανένας δεν με σκέφτηκε να παίξω σ’ ένα έργο. Είμαι ίσως ο μοναδικός ‘Ελληνας ηθοποιός που έχω περάσει όλες τις μεγάλες σχολές του θεάτρου και ο μόνος ηθοποιός που έχει παίξει με τους παλιούς, που δεν έχει παίξει κανείς. Έχω παίξει με τον Χατζηχρήστο, με τον Λειβαδίτη, με τη Μοσχονά, με τον Βογιατζή, με τον Γιαννόπουλο, με τον Μηλιάδη, με την Καλουτά, με τη Μάρθα Καραγιάννη, με τον Ηλιάδη…
Το φετινό καλοκαίρι ήταν πολύ δύσκολο και για τη χώρα και για το ελληνικό θέατρο. Πολλές παραστάσεις ακυρώθηκαν τελευταία στιγμή και πολλοί θίασοι, παρ όλες τις πρόβες τους, δεν έπαιξαν ποτέ, μ’ αποτέλεσμα χιλιάδες άνθρωποι να μείνουν άνεργοι. Πώς τα είδατε όλα αυτά;
Δεν είναι καλλιτέχνες, δεν ρισκάρουν. Δεν είναι ο Κόπολα που πούλησε τα έπιπλα του σπιτιού του ή ο Μπισκόνι που κουβαλούσε τις καρέκλες από το σπίτι του! Το καλλιτεχνικό κομμάτι της ψυχής ενός ανθρώπου είναι θεϊκό, είναι θαυμαστό! Όχι πως ένας καλλιτέχνης μπορεί να ‘ναι αλήτης και δολοφόνος, όπως ο Καραβάτζιο, αλλά, όταν δρα καλλιτεχνικά, λες: “χαλάλι του!”
Το ίδιο ισχύει και για τον έρωτα! Όταν ερωτεύεσαι, δεν μπορείς να κοιτάς δεξιά και αριστερά. Ο έρωτας είναι α-πο-κλει-στι-κό-τη-τα! Είναι μοναχική σχέση δύο ανθρώπων. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως οι καλύτερες γεύσεις είναι οι μοναστηριακές, γιατί ο άνθρωπος είναι μόνος μέσα στη φύση και αυτά που παράγει είναι σπάνια. Τα τυριά, τα κρασιά, τα φρούτα είναι θαυμάσια, γιατί κινούνται μέσα σ’ αυτό το ερωτικό πλέγμα, το οποίο είναι κάτι μοναδικό, κάτι θεϊκό.
Έναν “σκηνικό έρωτα” ζείτε και με “Το Αμάρτημα της Μητρός μου” και οι παραστάσεις συνεχίζονται για 10η χρονιά…
Η παράσταση αυτή είναι μια πρόταση της Μαρίας (Ζαχαρή). Ένα απόγευμα του Σεπτέμβρη, λίγο βροχερό, ήρθε στο γραφείο μου και μου είπε την ιδέα. Εγώ, επειδή έχω μάθει να λέω πάντα ναι, για να μην κακοκαρδίζω κανέναν, το δέχτηκα. Ο συγχωρεμένος ο Διαγόρας Χρονόπουλος δεν το αμφισβήτησε καθόλου και η παράσταση ανέβηκε, με μεγάλη επιτυχία, στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης. Έγινε χαμός! Τα έχασαν όλοι και, μάλιστα, μια εποχή που το θέατρο είχε πάρει φθίνουσα πορεία.
Αυτή η παράσταση κατέχει στην καρδιά μου μια εξέχουσα θέση. Είναι σαν να ξαναερωτεύτηκα το θέατρο, σαν να ξαναθυμήθηκα τη μητρική μου γλώσσα, σαν να μου ήρθαν στο μυαλό και την ψυχή πράγματα ξεχασμένα. Η Μαρία υποδύεται στο έργο τη μάνα. Είναι μια ηθοποιός που παίζει τόσο διακριτικά, κάτι που συναντά κανείς σπάνια στο θέατρο. Όταν παίζει τον μονόλογο της μάνας στην παράσταση, κάθε φορά κάθομαι και την ακούω…
Υπάρχει κάτι που σας προκαλεί φόβο;
Έπειτα από κάτι που μου συνέβη, τίποτα.
Έχετε σπουδαίους ρόλους στη θεατρική σας φαρέτρα. Υπάρχει, παρόλα αυτά, κάποιος που θα θέλατε πολύ να ερμηνεύσετε;
Τον “Βασιλιά Ληρ” τον μελετάω πάρα πολλά χρόνια…