Ταγμένη στο σανίδι
Συνέντευξη: Γιώτα Τέσση – Φωτογραφίες: George Alexandrakis Photography
Μιλάει αργά και με πάθος για το θέατρο, ζυγίζει τις κουβέντες της, θαρρείς από σεβασμό στην τέχνη ή από φόβο μην την προδώσει στο ελάχιστο, κι ας είναι μία από τις σπουδαιότερες ηθοποιούς της γενιάς της, που ευτύχησε να «πλάσουν» το ταλέντο της ο Κάρολος Κουν και ο Γιώργος Λαζάνης στο Θέατρο Τέχνης.
Εκεί που επιστρέφει τον Γενάρη ως μία από τις παγκοσμίου φήμης «Δούλες» του Ζαν Ζενέ, ενώ με το alter ego της Κυριάκο Κατζουράκη «οργώνουν» την Ελλάδα για να φτάσει η ταινία τους «Ussak» σε μέρη που η τέχνη δυσκολεύεται να πάει.
Μετά την τεράστια επιτυχία που γνώρισαν παγκοσμίως οι «Δούλες» του Ζαν Ζενέ, ανεβαίνουν ξανά και ξανά. Πού οφείλεται η τόσο μεγάλη αναγνώριση και ανταπόκριση στο συγκεκριμένο έργο;
Δυσκολεύτηκα να βρω την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, στην αρχή τουλάχιστον, επειδή «Οι δούλες» είναι ένα έργο που δεν σου αποκαλύπτεται κατευθείαν. Σιγά σιγά κατάλαβα ότι ενώ μιλάει για το έσχατο περιθώριο, το οποίο, αντί να διεκδικεί αυτά που αναλογούν σε κάθε άνθρωπο και αντί να εξεγείρεται για την έλλειψή τους, χτυπά τον εαυτό του, αφήνεται, τελικά μιλάει για όλους μας.
Η Σολάνζ, την οποία υποδύομαι, και η Κλερ, την οποία παίζει η Κωνσταντίνα Τάκαλου, είναι δυο γυναίκες που πραγματικά «χτυπούν» τον εαυτό τους: η μία αυτοκτονεί και η άλλη συλλαμβάνεται. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν έχουν κανενός είδους πνευματικότητα. Το μόνο που λαχταρούν είναι να μοιάσουν στην κυρία τους -στον ρόλο η Μαριάννα Κάλμπαρη, που υπογράφει και τη σκηνοθεσία-, να αποκτήσουν τα πλούτη, τα φουστάνια, τα καλλυντικά, τους εραστές της. Δεν αρθρώνουν, δηλαδή, ένα άλλο αίτημα ζωής, ακριβώς επειδή δεν έχουν δει κάτι άλλο.
Αν ένα ταλαιπωρημένο πλάσμα δεν είναι εξοπλισμένο με ένα άλλο αίτημα για ζωή που να το καθιστά «παρόν» και ζωντανό, πεθαίνει, μαραζώνει, βουλιάζει ακόμα πιο πολύ. Αυτό είναι μια πολύ δραματική υπογράμμιση που κάνει ο Ζενέ και είναι απόλυτα αληθινό γιατί στην ψυχή κάθε ανθρώπου υπάρχει το ερώτημα: Τι να κάνω για να βγω από το τέλμα που με περιβάλλει; Πρόκειται για ένα υπαρξιακό ερώτημα που το αναδεικνύει ο συγγραφέας και οι «Δούλες» του παύουν να είναι «περιπτώσεις», γίνονται μια εκδοχή του ανθρώπινου είδους και είναι πολύ συγκινητικές στο τέλος.
Το κείμενο του Γάλλου δραματουργού διακρίνεται για την ειλικρίνεια και τον αιχμηρό λόγο του. Οι σύγχρονοι συγγραφείς είναι -ή οφείλουν να είναι- το ίδιο αιχμηροί;
Η ειλικρίνεια, ο σπαραγμός και η κατανόηση του Ζενέ γι’ αυτό που περιγράφει, που είναι το περιθώριο του περιθωρίου, τον καθιστούν σπουδαίο συγγραφέα. Δεν έχει σημασία ποιος είναι ο ήρωάς σου, αλλά πώς θα μιλήσεις γι’ αυτόν. Ο Σαίξπηρ για βασιλείς μιλούσε, αλλά μιλούσε μόνο για βασιλείς; Μιλούσε για την ύπαρξη του ανθρώπου, και κοινωνικά και πολιτικά και υπαρξιακά και μεταφορικά και ποιητικά. Έτσι μιλούν οι μεγάλοι καλλιτέχνες.
Είναι υποχρεωτικό οι σύγχρονοι συγγραφείς να είναι αιχμηροί, γιατί δεν ζούμε σε μια εποχή παγκόσμιας ειρήνης, κοινωνικής δικαιοσύνης και λύσης των βασικών βιοτικών προβλημάτων. Ζούμε ακριβώς το ανάποδο. Ένας συγγραφέας, λοιπόν, από την πραγματικότητα αντλεί και για την πραγματικότητα μιλάει. Αν δεν είναι αιχμηρός, δεν μπορώ να καταλάβω τι λόγο μπορεί να έχει η τέχνη του.
Ακόμα και ένα «τρυφερό» έργο, αιχμηρό πρέπει να είναι στο τέλος, να σε ταρακουνάει με οποιονδήποτε τρόπο, να σε γεμίζει θυμό, βαθιά συγκίνηση, να σε κάνει να ξεκαρδίζεσαι στα γέλια με τη γελοιότητα των ηρώων που υποδύεσαι. Αλλά και ένα συμφιλιωτικό έργο που καταλήγει σε happy end -αν δεν είναι χολιγουντιανό-, αιχμηρό πρέπει να είναι γιατί η συμφιλίωση δεν θα ’ρθει επειδή το ευχόμαστε, θα ’ρθει μέσα από πολύ κόπο και πόνο, θα κερδίσουν οι ήρωες το happy end τους, θα περάσουν διά πυρός και σιδήρου γιατί έτσι είναι η ζωή του ανθρώπου.
Ας πούμε, στα παραμύθια λες «ο ήρωας περπάτησε για σαράντα μέρες και έλιωσε σαράντα ζευγάρια σιδερένια παπούτσια». Αυτό το βρίσκω υπέροχο επειδή πραγματικά μεταφράζει την ουσία της ζωής μας. Όντως, για να φτάσεις κάπου που θέλεις, θα λιώσεις σαράντα ζευγάρια σιδερένια παπούτσια. Αν φτάσεις με το τζετ σου και σε περιμένει μια Μερσεντές με φιμέ τζάμια, δεν αξίζει τον κόπο ούτε να την πει κανείς αυτή την ιστορία και ούτε που θα με ενδιέφερε αυτό το ταξίδι, όσο άνετο και να ’ταν.
Από τον Ζενέ, απόκληρο μιας κοινωνίας λόγω των σεξουαλικών του προτιμήσεων, φτάσαμε στον Ζακ και είδαμε τον κόσμο να παρακολουθεί σαν σε «πολιτιστικό» δρώμενο το λιντσάρισμά του.
Αν αυτό δεν αρχίσουμε να το συζητάμε για πολύ ως πολίτες αυτής της χώρας, χαθήκαμε. Γιατί είναι σαν να κλείνουμε τα μάτια μας μπροστά σε ένα πράγμα πολύ απειλητικό. Είναι αυτό που είχε πει ο Μάνος Χατζιδάκις, «όποιος δεν φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει».
Αν έχουμε μέσα μας αυτό το τέρας ως δυσανεξία στην όποια διαφορετικότητα, ως απανθρωπιά, ως βαθιά υποχώρηση σε μια απίστευτη συντηρητικότητα, είναι απλώς τρομακτικό, απάνθρωπο, λέει πράγματα φοβερά και κάτι πρέπει να γίνει επειγόντως στο κουκούτσι της ψυχής μας.
Σίγουρα έχουμε όλοι μερίδιο ευθύνης. Τι θα κάνουμε για να ξορκίσουμε την απάθεια; Δεν είναι μόνο όσοι σήκωσαν χέρι, είναι κυρίως όσοι παρακολουθούσαν το λιντσάρισμα και δεν επενέβησαν.
Αντέχει η Αθήνα 1.300 θεατρικές πρεμιέρες τον χρόνο; Υπάρχει το κοινό για να τις παρακολουθήσει;
Όπως αποδεικνύεται, το κοινό ψιλοαντέχει και δεν έχω καμία αντίρρηση με την πολυφωνία, άλλωστε οι θεατές μπορούν να ψάξουν να βρουν τι τους αρέσει. Τα θέατρα είναι πολλά όσο οι άνθρωποι του θεάτρου αντέχουν, πολλές φορές βάζουν λεφτά από την τσέπη τους και κάνουν απλήρωτες πρόβες.
Ταυτόχρονα υπάρχουν μικρές ομάδες νέων ηθοποιών που, αν μη τι άλλο, τουλάχιστον ασκούν τα εκφραστικά τους μέσα, νιώθουν ότι δεν εγκαταλείπουν τον τέταρτο χρόνο αυτό που επί τρία χρόνια σπούδασαν. Αυτό ως δασκάλα ηθοποιών μού αρέσει, θέλω τα παιδιά που βγαίνουν από τις σχολές να παλεύουν έστω και μόνα τους, έστω και σε μικρούς δύσκολους χώρους, έστω και κινητοποιώντας μόνο τους φίλους τους. Με τον τρόπο αυτό τρέφουν το όνειρό τους, αλλιώς είναι σαν να λες «σπούδασα ξυλουργός αλλά δεν θα φτιάξω ούτε ένα τραπέζι στη ζωή μου», που είναι εφιαλτικό.
Ωστόσο, για μένα άλλο είναι το ερώτημα. Ήλπιζα, και εξακολουθώ να ελπίζω, ότι στα χρόνια της κρίσης θα φτιαχτεί ένα καλλιτεχνικό καραβάνι και οι καλλιτέχνες θα αρχίσουν να πηγαίνουν σε μέρη όπου οι άνθρωποι δεν θα έρθουν ποτέ σ’ αυτούς. Η τέχνη είναι σαν το ψωμί και το νερό. Αν φανταστεί κανείς έναν κόσμο που θα κλείσουν τα ραδιόφωνα, θα εξαφανιστούν τα βιβλία και τα φιλμ, θα φύγουν τα παραμύθια, θα τελειώσουν οι μουσικές και οι χοροί, μιλάμε για την Κόλαση του Δάντη.
Πώς μπορεί να φτάσει η τέχνη εκεί όπου δυσκολεύεται να πάει;
Με τον Κυριάκο Κατζουράκη προσπαθήσαμε να ξεκινήσουμε κάτι, έναν νέο τρόπο πλησιάσματος της τέχνης σε πιο απομακρυσμένα από το κέντρο μέρη και νομίζω ότι θα το συνεχίσουμε τα επόμενα χρόνια της ζωής μας, αν είμαστε γεροί.
Κάναμε την ταινία «Ussak», ανέβηκε για κάποιες μέρες στην «Αλκυονίδα» και τότε σκεφτήκαμε το εξής απλό: εμείς δουλεύουμε πέντε χρόνια απλήρωτοι -γιατί τα χρήματα ήταν λίγα και έπρεπε να μοιραστούν στους υπόλοιπους συντελεστές- και αυτό ήταν όλο; Και αν η ταινία αυτή πραγματικά μπορεί να μιλήσει σε κάποιους ανθρώπους, πώς θα γίνει; Έτσι ξεκινήσαμε αυτή την ιδιόμορφη «διανομή» της ταινίας, ας πούμε ένα ταξίδι «Χωρίς μεσάζοντες», συνδέοντάς το στο μυαλό μας με τα αγροτικά κινήματα, που ευτυχώς υπάρχουν.
Περνάνε τρία χρόνια, τα παιδιά αποφοιτούν, ετοιμάζονται να φύγουν και εσείς έχετε τρία λεπτά για να τους δώσετε μία συμβουλή. Τι θα τους λέγατε;
Προλαβαίνω να τους πω: Μην ενοχοποιήσετε τον εαυτό σας αν δεν βρείτε γρήγορα δουλειά, δεν είναι δικό σας σφάλμα, είναι σφάλμα ενός παγκόσμιου συστήματος που καλλιεργεί την ανεργία. Δεύτερον, γίνετε πολυεργαλεία, πολυσουγιάδες. Μάθετε να αγαπάτε και τη μετάφραση και τη σκηνοθεσία και τη μουσική επιμέλεια και τη διδασκαλία και την υποκριτική. Φτιάξτε δικούς σας μικρούς θύλακες. Εάν αναγκαστείτε να πάτε σε ένα επάγγελμα εντελώς διαφορετικό από το επάγγελμα του θεάτρου, μην το θεωρήσετε ήττα. Νιώστε εκεί μέσα καλλιτέχνες. Έχω συναντήσει πολλούς καλλιτέχνες εκτός του χώρου της τέχνης. Ανθρώπους εμπνευσμένους, με χιούμορ, με πλάκα και με αντοχή.
Τα επόμενα σχέδιά σας στο σανίδι;
Στο τέλος της σεζόν θα συμμετάσχω σε μια παράσταση που σκηνοθετεί ο Βασίλης Μαυρογεωργίου στο θέατρο Skrow και λέγεται «Κόντρα στην ελευθερία», είναι ενός νέου συγγραφέα ονόματι Εστέβα Σολέρ. Θα ανέβει προς Μάιο – Ιούνιο.
Παρακολουθείτε τηλεόραση;
Ναι, και ειδήσεις βλέπω και ζάπινγκ κάνω και αστυνομικά παρακολουθώ. Υπάρχει πρόβλημα βέβαια. Θεωρείς, ανοίγοντας την τηλεόραση και πέφτοντας πάνω σε προγράμματα, ότι είσαι τουλάχιστον στο Λας Βέγκας, όπου είναι όλα ένα τεράστιο διασκεδαστήριο και οι άνθρωποι ζουν ανέμελα, ένα πράγμα που πραγματικά με εκνευρίζει, με θυμώνει.
Έχετε κάποιον ρόλο απωθημένο ή μια συνεργασία που θα επιθυμούσατε πολύ;
Έχω δύο ρόλους που θα μου άρεσε πολύ να παίξω προσεχώς. Είναι η Μήδεια και η Μάνα Κουράγιο. Επίσης, αγαπώ πολύ τη φόρμα του καμπαρέ και προσπαθώ να γράψω στον ελεύθερο χρόνο μου κειμενάκια μικρά και αν είμαι ευχαριστημένη κάποια στιγμή, θα φωνάξω δυο-τρεις κολλητούς μου να το κάνουμε παρέα.
Τι έχει καθορίσει την πορεία σας;
Ο Κάρολος Κουν και ο Γιώργος Λαζάνης. Ο,τι έμαθα, το έμαθα από αυτούς. Σε εκείνους οφείλω την ανησυχία και τη βουλιμία μου να μαθαίνω πράγματα και να προσπαθώ να καλυτερεύω ως καλλιτέχνις. Δεν θα φτάσω ποτέ στο μέγεθός τους γιατί ήταν δύο συνταρακτικοί καλλιτέχνες, ο καθένας με το δικό του στίγμα, αλλά αυτό το μάθημα δεν το ξεχνώ ποτέ.
Ως άνθρωπος τους οφείλω το ότι δεν κουράζομαι, την αντοχή μου. Έχω εκπαιδευτεί από αυτούς τόσο πολύ να εστιάζω την ώρα της δουλειάς σ’ αυτό, οπότε δεν πάνε να πέφτουν τα ταβάνια, δεν ασχολούμαι εκείνη την ώρα με τίποτα άλλο και αυτό με γλιτώνει και από την κούραση και από τη βαρεμάρα.
Ακόμη ένας άνθρωπος που του οφείλω πάρα πολλά είναι ο Κυριάκος Κατζουράκης, ο οποίος με έμαθε να ανοίγομαι σε άλλα πεδία που από μόνη μου δεν θα το τολμούσα, να γράφω κείμενα για παράδειγμα. Εξαιτίας του έχω γίνει πολύ οργανωτική, πραγματοποιός. Αν δεν είχα συναντήσει αυτούς τους τρεις ανθρώπους, θα ήμουν πολύ φτωχότερη και ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνις.
Ποια είναι η άμυνά σας;
Επειδή δεν είμαι κοινωνικός άνθρωπος, περνάω πολλές ώρες στο σπίτι μου διαβάζοντας και ασχολούμενη με τα πράγματα που αγαπώ. Αυτή είναι η άμυνά μου. Η δουλειά μας είναι πολύ εξωστρεφής και γι’ αυτό επιζητώ τον προσωπικό χρόνο, λαχταράω την ησυχία και τη σιωπή.
Μια αγαπημένη εικόνα από τη ζωή σας;
Πριν από 25 χρόνια είχαμε πάει με τον Κυριάκο ταξίδι στη Συρία και βρεθήκαμε στην υπέροχη Παλμύρα, αυτή που δεν υπάρχει πια, και απ’ το βάθος φάνηκε ένας μαύρος στρόβιλος να έρχεται καταπάνω μας και άρχισαν να φωνάζουν οι γύρω μας: «αμμοθύελλα».
Μπήκαμε όλοι μαζί έντρομοι σε ένα δωμάτιο και σκοτείνιασε ο ουρανός. Πέρασε λίγη ώρα. Όταν βγήκαμε, ήταν ένα άλλο τοπίο και είπα μέσα μου «αχ, αυτή τη σκηνή δεν θα την ξεχάσω ποτέ» γιατί είχα δέος μπροστά σε κάτι που ποτέ μου δεν το είχα ξαναζήσει, είχα και φόβο, ήταν τόσο τρομερή αυτή η στιγμή.