Κείμενο: Λένα Σαλαμάνη, Φωτογραφίες: CITY CODE
Ήταν κατά τη διάρκεια μιας πρωινής βόλτας, μια από εκείνες τις πρώτες καλοκαιρινές μέρες, που θες δε θες, νιώθεις μια ευφορία και έχεις μια υπέρμετρη αισιοδοξία για το μέλλον no matter what! Περπατώντας λοιπόν, ανάμεσα στο γνωστό αστικό τοπίο της Δάφνης, φανερώθηκε μπροστά μου μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή και εκλεπτυσμένη ουιστέρια, που είχε αναρριχηθεί σε μεγάλος ύψος. Τα πλούσια σε μωβ άνθη τσαμπιά της, κάτω από το έντονο φώς του ήλιου, δημιουργούσαν την αίσθηση μιας όασης. Κοντοστάθηκα και σήκωσα το βλέμμα να θαυμάσω όλο το μπόι της. Δεν είχε αναρριχηθεί άναρχα και τυχαία αλλά κάποιος την είχε δαμάσει με ιδιαίτερη μαεστρία. Ξύλινες πέργολες, σε διαφορετικούς σχηματισμούς, καθοδηγούσαν το φυτό και το αισθητικό αποτέλεσμα ήταν απλά άξιο θαυμασμού! Περίεργη από τη φύση μου, έπρεπε οπωσδήποτε να μάθω ποιος ήταν αυτός που είχε τόσο μεράκι και τόσο γούστο αλλά και την ικανότητα να φτιάξει κάτι τόσο εντυπωσιακό. Παρακάτω, στο ίδιο πεζοδρόμιο ένας ηλικιωμένος κύριος έκανε κάποιες εργασίες και τον ρώτησα χωρίς δεύτερη σκέψη σε ποιον ανήκει το οίκημα. Περιχαρής, λαμπερός και χαμογελαστός, μου αποκρίθηκε… εγώ, και έτσι ξεκίνησε μια βαθειά αλλά δυστυχώς πολύ σύντομη φιλία!
Ο Απόστολος Σαββίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1933. Αφού τελείωσε το σχολείο και έχοντας ανακαλύψει την κλίση του στο σχέδιο και την αγάπη του για την αρχιτεκτονική, σπούδασε αρχιτεκτονικό σχεδιασμό σε ιδιωτική σχολή της πρωτεύουσας. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 και για όλη τη δεκαετία του ’60, εργάζεται στην Ammann & Whitney Ltd., γνωστή Αμερικάνικη Τεχνική εταιρεία. Συμμετέχει με την ιδιότητα του βοηθού μηχανικού στον σχεδιασμό και την κατασκευή υποδομών του Αερολιμένος Ελληνικού, αλλά και σε μια σειρά κατασκευής μεγάλων έργων σε Ελλάδα και εξωτερικό. Αρχές της δεκαετίας του 1970, αναλαμβάνει τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στον πρωτοεμφανιζόμενο τότε στην Ελλάδα, «Χρυσό Οδηγό».
Εργάστηκε σε εταιρείες κολοσσούς για εκείνη την εποχή, και έτσι η μια συνεργασία έφερνε την άλλη. Ο Λάκης όμως ήταν φύση ελεύθερη και τα ωράρια δεν του ταίριαζαν καθόλου. Συνέχεια, έψαχνε τρόπους να αποδεσμευτεί, κάνοντας κάτι που θα του χάριζε την ελευθερία της έκφρασης που τόσο αναζητούσε, και στο οποίο θα ήταν κύριος του εαυτού του. Και έτσι, κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’70, συναντήθηκε με την μία και μοναδική του αγάπη… την τέχνη του… τη γλυπτική μετάλλου!
Είναι σίγουρο πως η προϋπηρεσία του στην αρχιτεκτονική και τις γραφικές τέχνες, τον εφοδίασε με αρκετή γνώση, ώστε να είναι σε θέση να δίνει υπόσταση σε κάθε έμπνευση που στοίχειωνε τη σκέψη του. Είναι όμως ακριβώς αξιοθαύμαστη και η ποικιλία των έργων του, που αναδεικνύει την ύπαρξη μιας αστείρευτης πηγής εμπνεύσεων, που δεν εγκατέλειψε στιγμή τον καλλιτέχνη. Ούτε, όταν αυτός βρισκόταν καθηλωμένος στο κρεβάτι τις τελευταίες μέρες της ζωής του και με χαμόγελο μου περιέγραφε, πως στα όνειρα που έβλεπε τη νύχτα, δούλευε όπως άλλοτε στο εργαστήριο του, πάνω σε νέες ιδέες.
Δαμάζοντας υλικά όπως ο μπρούτζος και ο χαλκός, δημιούργησε μια τεράστια γκάμα έργων. Η συλλογή του, περιλαμβάνει περίτεχνες δημιουργίες, άλλες πιο αφηρημένες και συμβολικές, άλλες πιο ρεαλιστικές και απεικονιστικές. Τα ερεθίσματα του ποικίλα. Εικόνες που περισυνέλλεγε από τα πολυάριθμα ταξίδια του στον κόσμο, αρχιτεκτονικά στοιχεία από κτίρια που με μεγάλο ενδιαφέρον παρατηρούσε, ο ουρανός και το διάστημα που πάντα τον γοήτευε, πλάσματα της φύσης και της θάλασσας. Μελετώντας κανείς από κοντά τα έργα του Λάκη Σαββίδη, αντιλαμβάνεται αμέσως την πολυπλοκότητα της κατασκευής τους, καθώς πολλά από αυτά απαρτίζονται από δεκάδες ξεχωριστά κομμάτια, τα οποία συναρμολογούσε ο ίδιος προκειμένου να συνθέσει το τελικό έργο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζουν, τα διάτρητα επαναλαμβανόμενα μοτίβα (γεωμετρικά, αρτ νουβώ κα.), που σχεδίαζε ο καλλιτέχνης στις επιφάνειες των μετάλλων και τα οποία απαιτούσαν μεγάλη υπομονή και ακρίβεια από μεριάς του. Τα περισσότερα από τα έργα της συλλογής, φέρουν ένα ιδιαίτερα διακριτικό σύστημα φωτισμού στο πίσω μέρος τους που δεν είναι ορατό στον θεατή, και το οποίο αναδεικνύει μοναδικά τους χρωματισμούς του μετάλλου, δημιουργώντας ένα άκρος εντυπωσιακό αποτέλεσμα και μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα στον χώρο. Σαν βγαλμένα από μια άλλη χρυσή εποχή, οι υψηλής αισθητικής δημιουργίες του καλλιτέχνη ομοιάζουν με ευμεγέθη κοσμήματα, έτοιμα να προσδώσουν αυτοκρατορική αίγλη σε όποιο χώρο τα φιλοξενήσει. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός άλλωστε, πως έργα του, βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές σε 18 χώρες του κόσμου.
Ανάμεσα σε όλα αυτά τα κομψοτεχνήματα, υπάρχει και εκείνο που ο ίδιος χαρακτήριζε ως το έργο της ζωής του και που στη θέα του, κοντοστέκεται με απορία και θαυμασμό, ο οποιοσδήποτε. Δώδεκα χρόνια (1983-1995) χρειάστηκαν για την ολοκλήρωσή του και πάνω από 20.000 ώρες δουλειάς. Συγκεκριμένα, πρόκειται για μια μπρούτζινη μακέτα, διαστάσεων 2.80 μήκος x1.60 πλάτος και βάρους 400 κιλών. Η μακέτα απεικονίζει την Ακρόπολη των Αθηνών και τον περιβάλλοντα χώρο, και έχει σχεδιαστεί σε κλίμακα 1:200, με σχέδια που είχαν διατεθεί στον καλλιτέχνη από το αρχαιολογικό γραφείο της Ακρόπολής και με την βοήθεια του γνωστού αρχαιολόγου και αρχιτέκτονα Ιωάννη Τραυλού. Ήταν η μεγάλη αγάπη του καλλιτέχνη για την χώρα του, που αρχικά τον οδήγησε στη δημιουργία μιας τόσο απαιτητικής κατασκευής, αλλά ήταν το πάθος και το πείσμα του, που τον βοήθησαν να το ολοκληρώσει, όταν οι άλλοι θεωρούσαν το εγχείρημα αδιανόητο εξαρχής. Είχα την τύχη να σταθώ πολλές φορές μπροστά στο συγκεκριμένο έργο, και ομολογουμένως είναι αδιαμφισβήτητο το μεγαλείο του. Τα παγκοσμίου φήμης κλασσικά μνημεία που απεικονίζει (Παρθενώνας, Ερέχθειο, Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, Θέατρο του Διονύσου,) σε συνδυασμό με την χρυσίζουσα απόχρωση του μετάλλου και την μεγάλη έκταση που καταλαμβάνει το έργο στο σύνολο του, καθηλώνουν τον θεατή, καθώς ζωντανεύουν με τρόπο μυστικιστικό, όλη την λάμψη και το φως του Ελληνικού Πολιτισμού. Δεν θα ξεχάσω με πόση χαρά θυμόταν, τον αείμνηστο Κούνδουρο, που σε μια επίσκεψη στην κατοικία του, άρπαξε μια καρέκλα και τοποθετώντας την κοντά στο έργο, το περιεργαζόταν για ώρες.
Ο Λάκης είχε πάντα ένα διάπλατο χαμόγελο να σου προσφέρει και αυτό το χαμόγελο, γινόταν ακόμα πιο φωτεινό και περήφανο, όταν σου μιλούσε για τη τέχνη του, τα ταξίδια του και την αγαπημένη του Μύκονο. Στις άπειρες συζητήσεις μας, μοιράστηκε μαζί μου πλήθος αναμνήσεών του, με γέλιο και χαμόγελο, ποτέ όμως με νοσταλγία και θλίψη. Πολλά ήταν τα χαρακτηριστικά αυτής της πληθωρικής και κοσμοπολίτικης προσωπικότητας που με εντυπωσίασαν και περισσότερο από όλα το πόσο ελεύθερος ένιωθε και ήταν. Ελεύθερος όχι μόνο από υποχρεώσεις, αλλά πολύ περισσότερο από προκαταλήψεις, ανασφάλειες και κοινωνικές προσταγές. Ο Λάκης Σαββίδης, έφυγε την 18η Ιανουαρίου 2017 για ακόμα ένα ταξίδι… το μεγάλο.