Από την Παμπ Χρυσή
Τα μεγάλα παράθυρα μου άρεσαν πάντα, εκείνα με την απέραντη θέα ή και όχι την τόση απέραντη, αλλά αλήθεια όταν βλέπεις ένα μεγάλο παράθυρο, δεν σε ταξιδεύει από μόνος του ο νους;
Να διευκρινίσω τα μεγάλα παράθυρα και όχι τα τα μεγάλα σπίτια, αυτά πάντα με άφηναν αδιάφορη. Μεγάλο σπίτι, πολλές οι σκοτούρες. Εστίαζα πάντα στο παράθυρο, τόσο ασήμαντο για κάποιους, τόσο σημαντικό για άλλους. Ονειρευόμουν θάλασσες, ολάνθιστους κήπους, χαμόγελα, έρωτες, παιχνίδια.
Καθόμουν και χάζευα τις σταλαγματιές βροχής αλλά και τις καταιγίδες. Άνοιγα τα παραθυρόφυλλα και άφηνα τον ήλιο να μου λούζει το πρόσωπο. Άνοιγα τα παράθυρα και άφηνα τον αέρα να μου πάρει τις σκέψεις, να τις πάρει μακρυά. Κι όταν το τζάμι άχνιζε από την υγρασία, έγραφα στιχάκια και ζωγράφιζα πάνω σε αυτό. Έκλεινα τα μάτια και ονειρευόμουν…
Δεν άντεχα τα σπίτια που δεν είχαν μεγάλα παράθυρα, τόσο μουντά, τόσο θλιβερά, τόσο αποπνικτικά. Έτσι μου φάνταζαν, έτσι αισθάνομαι ότι είναι. Ένα κουβάρι ιστοριών ξετυλίγω μπροστά σε ένα παράθυρο.
Μπορώ να στέκομαι για ώρες δίπλα σε ένα ανοιχτό παράθυρο, να παρατηρώ, να οσφραίνομαι, να αισθάνομαι τον παλμό των περαστικών, να κοιτάζω τον ουρανό. Να δημιουργώ εικόνες.
Ποτέ δεν πίστεψα στα κλειστά παράθυρα. Στα κλειστά παράθυρα είναι η θλίψη που κάποιοι μοχθούν να κάνουν θέα και κάποιοι τα καταφέρνουν. Ωσότου τολμήσουν και ανοίξουν τα κλεισμένα εκείνα παράθυρα και αντιμετωπίσουν τη ζωή, όχι για να επιβιώσουν αλλά για να ζήσουν.
Οι άνθρωποι όπως και τα πουλιά θέλουν να ανοίξουν τα φτερά τους και αν δεν βρουν παράθυρα ανοιχτά πως θα πετάξουν; Με κλειστά παράθυρα δεν θα καταφέρεις να πετάξεις, να ζήσεις. Κάθε φορά που τα αντικρίζω ανοιχτά παίρνω βαθιά, λυτρωτική ανάσα, μία ανάσα που με ελευθερώνει, με κάνει και χαμογελώ.