Αληθινή Ιστορία του Γιώργου Αλεξανδράκη
Η ιστορία ενός μικρού κουταβιού μπορεί να μην ενδιαφέρει κανέναν, άλλα, και πάλι, μπορεί να ενδιαφέρει και πολλούς, μιας και η ζωή επιφυλάσσει εκπλήξεις… Σε κάποιους μπορεί να ερμηνευτεί ως μια τυχαία ιστορία, που μπορεί να συμβεί… Για μένα πάλι, τίποτα δεν είναι τυχαίο… Ας σας τη διηγηθώ όσο πιο γρήγορα μπορώ, δεν θα ήθελα να βαρεθείτε. Ίσως να έχω την ανάγκη να τη μοιραστώ.
Ήταν Ιούλιος. Η πολυαγαπημένη μου γιαγιά έφυγε από τη ζωή. Έκλαιγα ασταμάτητα, δεν έβλεπα τίποτα και κανέναν μπροστά μου. Μου στοίχισε όσο δεν μου είχε στοιχίσει τίποτα στη ζωή μου. Ήταν το φως της ζωής μου. Την επόμενη μέρα, αφού είχαμε χαιρετήσει τη γιαγιάκα μου, πήγα στο νεκροταφείο. Εκεί με καλωσόρισε ένας μικρός μπόμπιρας. Πήγα να τον χαϊδέψω και, τσουπ, άφησε το στίγμα του επάνω μου… Ήμουν δικός του. Από την πρώτη στιγμή με είχε μαρκάρει… Τις επόμενες μέρες πήγαινα και μαζί μου έφερνα φαγητό και τον τάιζα, άλλα ποτέ δεν με ακολουθούσε προς τα μέσα. Απλά παρέμενε στην είσοδο σαν ένας μικρός φύλακας. Έφευγα και το μυαλό μου ήταν κολλημένο συνέχεια εκεί, σ’ αυτόν τον μικρό. Αποφάσισα να τον πάρω. Θα γύριζα σε μια εβδομάδα πάλι πίσω και είχα πει στη μητέρα μου να του πηγαίνει φαγητό, ωσότου γυρίσω…
Την επόμενη μέρα θα πηγαίναμε στο λιμάνι, να πάρουμε το ημερήσιο πλοίο και να επιστρέψουμε στην Αθήνα. Ψάξαμε στο διαδίκτυο και είδαμε ότι υπήρχε πλοίο στις 12:00 π.μ. Ξυπνήσαμε το πρωί και κατευθυνθήκαμε στο λιμάνι του Ηρακλείου για να σαλπάρουμε για Πειραιά. Εκεί διαπιστώσαμε ότι δεν υπήρχε κανένα πλοίο και πήγαμε στο ταμείο της εταιρείας, όπου μας ενημέρωσε η υπάλληλος ότι δεν υπήρχε πλοίο εκείνη την ημέρα. Σοκαριστήκαμε αρχικά, γιατί δεν το είδε ένας άνθρωπος μόνο το δρομολόγιο, αλλά τρεις, και, μάλιστα, από δύο διαφορετικούς υπολογιστές. Ίσως και η πρώτη φορά που δεν μίλησε κανείς, απλά είπαμε να πάμε στο χωριό. Καθόμαστε στην αυλή με όλη την οικογένεια, σε όχι και τόσο καλό κλίμα. Πετάγεται τότε ένας αδερφικός φίλος και μου λέει, μήπως να πηγαίναμε να πάρουμε τον μπόμπιρα; Συμφώνησε και η αδελφή μου ότι θα μπορούσε να τον φιλοξενήσει μέχρι να γυρίζαμε. Πήραμε το αυτοκίνητο και πήγαμε στο νεκροταφείο, άλλα άφαντος ο μικρός, δεν ήταν πουθενά. Ζήτησα, εκείνη τη στιγμή, από τον φίλο μου να μην τον φωνάξει και, αν είναι θέλημα θεού, θα τον βρούμε. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Τον ήθελα τόσο πολύ! Όσο προχωρούσαμε ούτε ίχνος. Ώσπου φτάσαμε στο μνήμα της γιαγιάς μου και κοιμόταν εκεί! Κουνούσε την ουρίτσα του! Είχα πάθει σοκ! Δεν μας είχε δει που πηγαίναμε τις προηγούμενες μέρες, μιας και περίμενε στην είσοδο και, εκείνη την ημέρα, ήταν ξαπλωμένος εκεί! Τον πήρα στην αγκαλιά μου με μάτια δακρυσμένα. Μα τόσες συμπτώσεις μαζί; Στο σπίτι ήταν μαζεμένη όλη η οικογένεια και με φόβο θα παρουσίαζα τον μικρό, όχι γιατί δεν αγαπούσαν τα σκυλιά, αλλά γιατί θα άρχιζαν την γκρίνια. Τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Όμως, όταν τους τον παρουσίασα, όλοι μα όλοι άλλαξαν διάθεση. Η μάνα μου έφερε καθαρές πετσέτες, για να τον κάνω μπάνιο, και μια κουβέρτα, με την οποία το προηγούμενο βράδυ είχα σκεπαστεί, ο θείος μου σαμπουάν και σπρέι για τα παράσιτα και όλοι από ένα χάδι… Από την πρώτη στιγμή αγαπήθηκε τόσο πολύ!
Πέρασαν οι μήνες και ο WISDOM ήταν εκεί στα δύσκολα. Όταν εγώ κατέρρεα, ερχόταν και έγλειφε τα δάκρυα και έκλαιγε να τον πάω βόλτα, με έβγαζε έξω, με έκανε και ξεχνούσα… Πολλές φορές καθόταν στη φωτογραφία της γιαγιάς μου, που έχω στο σαλόνι, την κοιτούσε και έκλαιγε…
Αυτή είναι η ιστορία, καρμικη ή όχι αυτή, είναι η μικρή μας ιστορία… Τώρα υπάρχει λόγος να βγαίνω έξω. ΥΓ. Η γιαγιά μου γνώριζε τη λατρεία μου για τα ζώα και μου έστειλε τον Wisdom για παρηγοριά. Αυτό πιστεύω ή αφήστε με, τουλάχιστον, να το πιστεύω! Ακόμη και αν είναι τυχαίο… Τη γιαγιά μου την έλεγαν Σοφία, εξού και το όνομά Wisdom, που σημαίνει Σοφία. Την ιστορία αυτή την αφιερώνω στη μνήμη της πολυαγαπημένης μου γιαγιάς!!! Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ και κάθε μέρα σε αισθάνομαι όλο και πιο κοντά μου! Σε ευχαριστώ για τα ωραία χρόνια που μου χάρισες! Συγγνώμη αν σε είχα πληγώσει! Συγγνώμη!