ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΠΑΡΑΜΠΟΥΤΗ
ART, MUSIC & PERFORMANCE MAKER, CHANGE FACILITATOR
Η Κατερίνα Μπαραμπούτη μίλησε στο CITY CODE για την τέχνη της, τη συμμετοχή της στο “The Koppel Project Hive” gallery και την ενασχόληση της με τη μουσική.
Σπουδάζεις στο Goldsmiths University στο Λονδίνο, στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης (UB) και στην ΑΣΚΤ στην Αθήνα. Ποιο είναι το κοινό τους σημείο όσον αφορά την τέχνη και τον τρόπο που την μεταφέρουν στους φοιτητές τους, έτσι όπως το βίωσες εσύ μέσα από τις σπουδές σου και στις τρεις πανεπιστημιακές σχολές;
Το κοινό τους σημείο είναι ότι είναι γεμάτες με καλλιτέχνες! Και η δουλειά είναι εξαντλητική για τον φοιτητή που ενδιαφέρεται να συμμετέχει πλήρως στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Αισθάνομαι τυχερή που ήρθα σε επαφή με ποικίλες και πολύτιμες εμπειρίες και μεθοδολογίες.
Όσον αφορά στο περιεχόμενο και οι τρεις Σχολές έχουν κύριο σημείο αναφοράς την Δυτική Τέχνη. Υπάρχουν όμως διαφορές ως προς την προσέγγιση που πηγάζουν από την ιδιαίτερη κουλτούρα της κάθε χώρας, την αισθητική φιλοσοφία και ιστορία της. Στο βορρά η προσέγγιση τείνει να είναι μινιμαλιστική, δίνοντας περισσότερο βάρος στην ιδέα (concept) ενώ ο νότος είναι πιο πληθωρικός, συναισθηματικός και συνάμα εκτιμά την τεχνική. Ποιοτικά βέβαια θεωρώ και τις τρεις Σχολές ισάξιες.
Στην Ελλάδα με βοήθησε η αυστηρότητα της Σχολής σε θέματα που αφορούν την τεχνική – το σχέδιο, το χρώμα, την αρχιτεκτονική αντίληψη του χώρου. Επίσης είχα την τύχη να έχω Καθηγήτρια μια εξαιρετική καλλιτέχνη, τη Ρένα Παπασπύρου, η οποία ως γενναίο και ελεύθερο πνεύμα με ενθάρρυνε να εξελιχθώ με το δικό μου τρόπο. Αυτό δεν το είχαν όλοι.
Ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο που με βοήθησε στην εξέλιξη μου ως καλλιτέχνη είναι ότι στη Βαρκελώνη και ακόμα περισσότερο στο Λονδίνο, η πολυπολιτισμικότητα που υπάρχει και η αποδοχή της διαφορετικότητας προσφέρει τεράστιες ευκαιρίες για πειραματισμό, ζύμωση και γνώση και σου ανοίγει το μυαλό.
Όσον αφορά στα πρακτικά θέματα, υπάρχουν σημαντικές οικονομικές διαφορές: στο Λονδίνο η Πανεπιστημιακή εκπαίδευση κοστίζει πολύ, στην Βαρκελώνη αρκετά ενώ στην Αθήνα από λίγο έως καθόλου (βέβαια, στο Λονδίνο τουλάχιστον, η Πανεπιστημιακή κοινότητα μπορεί να στηρίξει τους φοιτητές στη μετέπειτα προσπάθειά τους για ανεύρεση εργασίας). Πιστεύω ότι η ανώτατη εκπαίδευση θα πρέπει να διατηρηθεί δωρεάν παντού γιατί είναι μια κοινωνική επένδυση – οι μορφωμένοι άνθρωποι είναι όφελος για την κοινωνία όπου ζουν.
Αυτή τη στιγμή εκθέτεις τα έργα σου στο Λονδίνο. Υπάρχει κοινή αντιμετώπιση των καλλιτεχνών στις χώρες τουλάχιστον που εσύ έχεις βιώσει;
Ο κόσμος της Τέχνης είναι σκληρός παντού. Είτε σε μικρότερη αγορά είτε σε μεγαλύτερη, οι κλίκες είναι κλίκες, το εμπόριο αμείλικτο και οι ανθρώπινες κακίες ψυχοφθόρες – και, αν δεν έχεις πλάτες από την οικογένειά σου, χρειάζεσαι γερό στομάχι και στοχοπροσήλωση για να τα καταφέρεις. Κατά τη γνώμη μου αξίζει τον κόπο να τιμάς την αυθεντικότητά σου γιατί στο τέλος θα κάνεις τη διαφορά. Αλλά πρέπει να το αγαπάς πολύ το θέμα για να αντέξεις.
Στην Ελλάδα ίσως νιώθεις περισσότερο ασφαλής. ‘Όταν βγαίνεις σε μια μεγάλη αγορά, όπως στο Λονδίνο, υπάρχουν άλλοι 10,000+ αξιόλογοι καλλιτέχνες να συναγωνιστείς και πραγματικά χρειάζεται να επιμείνεις και να εξελιχθείς πολύ στη δουλειά σου για να έχεις ελπίδα. Επίσης χρειάζεται να βγεις προς τα έξω, να γνωρίσεις κόσμο, να διαμορφώσεις δίκτυα στήριξης. Όμως ο κόσμος της Τέχνης είναι και όμορφος παντού! Οι συνεργασίες με Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες και με Ελληνικούς και διεθνείς πολιτιστικούς φορείς είναι το σεντούκι του θησαυρού μου.
Τι ήταν εκείνο που τελικά σε έκανε να παραμείνεις στο Λονδίνο;
Κυρίως το ότι μαθαίνω συνεχώς καινούρια πράγματα. Επίσης, εκτιμώ το ότι αυτή η πόλη είναι, προς το παρόν, αρκετά ανοιχτή στην διαφορετικότητα – σε θέματα κουλτούρας, εθνικότητας, θρησκείας, σεξουαλικής προτίμησης, ιδεών και αισθητικών προτάσεων – σε σχέση με άλλες πόλεις του κόσμου. Την τελευταία δεκαπενταετία το Λονδίνο επέλεξε να ανοίξει αντί να κλειστεί. Οι συνθήκες δεν είναι τέλειες αλλά είναι σαφώς καλύτερες από αλλού. Και το γεγονός ότι έχουμε έρθει τόσοι μετανάστες εδώ, από τόσο διαφορετικά μέρη του κόσμου, δίνει έναν αισθητικό και διανοητικό πλούτο που είναι ανεκτίμητος.
Πάντως θα ‘θελα να γυρίσω στη Ελλάδα κάποια στιγμή γιατί είναι η πατρίδα μου και αυτό σημαίνει πολλά για μένα.
Τι σημαίνει να είσαι καλλιτέχνης στην Ελλάδα και τι στην Αγγλία;
Μεγαλύτερος συναγωνισμός στο Λονδίνο (για κάποιους θεωρείται “ανταγωνισμός” αλλά εγώ δεν το βλέπω έτσι γιατί πιστεύω σε κινήματα και όχι σε μονάδες) αλλά και περισσότερες ευκαιρίες να γνωρίσεις πολύ διαφορετικά πράγματα και να ανοίξει το μυαλό σου. Στην Ελλάδα από την άλλη, ίσως είναι λίγο πιο εύκολο να βρεις την άκρη σου: λόγω μεσογειακής νοοτροπίας και επειδή είναι λιγότερο ακριβή χώρα, είναι ευκολότερο να βρεις χώρο να παράγεις έργο και να ζήσεις έστω και με ελάχιστα – επίσης έχεις πιο πολύ χρόνο, ο χρόνος κυλάει λίγο πιο αργά και αυτό πιστεύω είναι ευλογία. Όμως το φορολογικό καθεστώς στην Ελλάδα ήταν και είναι μια τρέλα γιατί δεν είναι καθαρό και οργανωμένο σύστημα και αυτό τρώει πολύ ενέργεια, χρόνο αλλά και βάζει συνεχώς εμπόδια σε έναν καλλιτέχνη όσον αφορά στις ευκαιρίες για δουλειά. Σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά την ουσία της τελικής εμπειρία ζωής, αυτή νομίζω την διαμορφώνει ο ίδιος ο καλλιτέχνης όπου και αν βρίσκεται, με τις επιλογές στάσης ζωής, συνεργατών, φίλων και ευκαιριών για εξέλιξη, αλλά με το ήθος του και το μεράκι για τη δουλειά του.
Θέλω να τονίσω ότι γίνονται εξαιρετικές εικαστικές, χορό-θεατρικές και μουσικές δουλειές στην Ελλάδα – από ανεξάρτητους φορείς, όχι από τους επίσημους . Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα βράζει στους δρόμους: δημιουργικότητα, καινοτομία, πάθος. Συναρπάζομαι κάθε φόρα που έρχομαι και βλέπω και ακούω πράγματα. Απλά δεν υπάρχει υποστήριξη για να φανούν παραέξω – γενικά, από πάντα (και προ κρίσης) η Ελλάδα δεν υποστήριζε τα παιδιά της. Είναι οι ‘κλίκες-ελίτ΄ που λέγαμε και ίσως και ένας αριθμός απαίδευτων έως βαρβάρων ιθυνόντων σε καίριες θέσεις.
Που πιστεύεις ότι οφείλεται το γεγονός ότι πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες αναζητούν καλλιτεχνική διέξοδο στο εξωτερικό, πέρα από οικονομικά στοιχεία και αριθμούς;
Επειδή η Ελλάδα είναι μικρή αγορά αυτό την κάνει και περισσότερο κλειστή – εννοώ μη δεκτική σε καινοτομίες και φρέσκες ιδέες. Συμβαίνει συχνά όποιος κατέχει μια ΄θέση΄ να πολεμάει το νέο από φόβο μη χάσει τη ΄θέση΄ αυτή. Είναι ακριβώς η άρνηση της εξέλιξης που μας κάνει να γερνάμε σαν χώρα. Πολλοί σημαντικοί Έλληνες καλλιτέχνες ανά τα χρόνια έφευγαν για το εξωτερικό γιατί εκεί ένοιωθαν αποδεκτοί…είναι κρίμα γιατί αποτελούν ανεκμετάλλευτο εθνικό πλούτο. Επίσης, η Ελλάδα είναι ακόμα βαθιά συντηρητική χώρα. Στην πραγματικότητα η πρόκληση του νέου είναι ευλογία γιατί δεν σε αφήνει να λιμνάσεις – πρέπει να γίνεις καλύτερος για να κρατηθείς και έτσι διευκολύνεις τη εξέλιξη τη δική σου και των άλλων.
Εκτός από εικαστικός, ασχολείσαι και επαγγελματικά με τη μουσική. Πως προέκυψε η μουσική στη ζωή σου, ποια είναι τα βήματα που έχεις κάνει και ποιος ο διακαής σου πόθος με αυτή τη μορφή τέχνης;
Για μένα όλα είναι μέρος της δημιουργικής μου κατάστασης. Ακούω μια εικόνα, σχεδιάζω έναν ήχο, περπατάω ένα μοτίβο. Γενικά μοιράζομαι ιδέες και ιστορίες επιστρατεύοντας όλες σχεδόν τις αισθήσεις. Η μουσική ήταν μέρος της ζωής μου από παιδί – πιάνο, τραγούδι. Ο Βασίλης Τσιπίδης (από το θρυλικό ‘Μπαράκι του Βασίλη΄) ήταν ο μέντοράς μου και ο άνθρωπος που με έσπρωξε να ασχοληθώ επαγγελματικά, ενώ σπούδαζα στην ΑΣΚΤ! Για πολλά χρόνια κέρδισα χρήματα τραγουδώντας – από παραδοσιακό και έντεχνο Ελληνικό μέχρι jazz, rock και world music. Η τύχη μου: Σπούδασα φωνή και θέατρο δίπλα στον κολοσσό που λέγεται Μίρκα Γεμεντζάκη. Έχω παίξει με πολλούς δυνατούς μουσικούς στην Ελλάδα. Για αρκετά χρόνια συνεργάστηκα με τον αγαπημένο μου κρουστό και καλλιτεχνικό μάγο Σόλη Μπαρκή – είχαμε το αυτοσχεδιαστικό ντουέτο 4Lizards, εμφανιστήκαμε στην Ελλάδα και στο Λονδίνο. Πιστεύω έχω την τύχη να μπορώ να ασχολούμαι με ό,τι με γεμίζει.
Συμμετέχεις στο “The Koppel Project Hive” gallery. Ποια η θεματολογία της έκθεσης; Πως έγινε η επαφή με την γκαλερί, ώστε να δουν το έργο σου και να γίνει η επιλογή;
Η γκαλερί παρουσιάζει 16 ανερχόμενους καλλιτέχνες που έχουμε την τύχη να φιλοξενούμαστε δημιουργικά στα καλλιτεχνικά στούντιο που διαθέτει. Το “The Koppel Project’ είναι ένας νέος, δυναμικός παράγοντας στο χώρο της τέχνης στο Λονδίνο με δύο γκαλερί σε κεντρικά σημεία, στο City. Γνωριστήκαμε με τις curators καιρό πριν και είδαν δουλειά μου. Η curator Alice Bonnot επέλεξε το έργο Minotaur Birth για την έκθεση.
Τι εκφράζεις μέσα από το έργο αυτό και πως προκύπτουν οι αναφορές στον Μινώταυρο; Ποια υλικά έχεις χρησιμοποιήσει;
Από πάντα η δουλειά μου είχε σχέση με τη μνήμη (προσωπική και συλλογική) και το ασυνείδητο. Με ενδιαφέρει η παραδοξότητα της ανθρώπινης αντίληψης, ο μηχανισμός των συναισθημάτων, οι σκέψεις πίσω από τις σκέψεις. Επίσης, μου αρέσουν οι ιστορίες, οι μύθοι και τα παραμύθια – οι ιδιοφυείς τρόποι που βρίσκει ο ανθρώπινος νους για να μιλήσει με απλά λόγια για τα πολύπλοκα.
Έτσι, από παλιά ασχολούμαι με την ιδέα του λαβύρινθου και της περιπλάνησης. Αυτή τη φορά ήθελα να μιλήσω για το πλάσμα που κατοικεί μέσα στο λαβύρινθο. Όχι για τη σκοτεινή του πλευρά – ενδιαφέρομαι γι΄ αυτό που ήταν πριν γίνει τέρας. Γιατί τίποτα δεν είναι άσπρο-μαύρο στην πραγματικότητα, υπάρχουν διαδικασίες που οδηγούν σε μεταμορφώσεις. Οπότε ασχολήθηκα με τη γέννηση του Μινώταυρου, επιλέγοντας τη θέση ότι ήταν ένα παιδί σαν όλα τα άλλα – ίσως ήταν εσύ και εγώ.
Πρακτικά, επιδιώκω να εμπλέξω το θεατή με όλους τους δυνατούς τρόπους – οπτικά, ηχητικά, κινησιολογικά. Γι’ αυτό και ενώ ζωγραφίζω πολύ, καταλήγω πάντα να δημιουργώ εγκαταστάσεις, περιβάλλοντα και μεγάλα γλυπτά! Το φως είναι σημαντικό στη δουλειά μου γιαυτό μελέτησα σχεδιασμό φωτισμών. Αγαπώ τα ελαφριά υλικά γενικά και είμαι χειρωνάκτης – φτιάχνω σχεδόν τα πάντα μόνη μου, όπως το χειροποίητο χαρτί που αιωρείται στο χώρο, για αυτό το έργο. Ως υλικό αποτέλεσμα, με ιντριγκάρει η αντιπαράθεση του όγκου/εντύπωσης βάρους με την απροσδόκητη ελαφρότητα.
Ένας καλλιτέχνης που επιλέγει το εξωτερικό φέρει τον πολιτισμό και στοιχεία από τον τόπο καταγωγής του, ποια ανάγκη του το δημιουργεί αυτό; Είναι μία ανάγκη που δημιουργείται όταν απομακρύνεται κάποιος από την χώρα του, επειδή ενδεχομένως μπορεί να χαρακτηριστεί φολκλόρ αν το κάνει εδώ;
Πιστεύω δεν δημιουργείται από καμία ανάγκη. Τον πολιτισμό και τα στοιχεία του τόπου καταγωγής σου τα φέρεις θες δε θες, σε όλη τη ζωή σου. Με τον ίδιο τρόπο που φέρεις τη μουσική που άκουγες ως έφηβος (που μπορεί να μην ήταν μόνο από τη χώρα καταγωγής σου), τις γεύσεις που απόλαυσες και όλες σου τις εμπειρίες. Τώρα, η επιλογή να το αποδεχθείς, να το τιμήσεις και να εξερευνήσεις φρέσκους και αυθεντικούς τρόπους να το επικοινωνήσεις – τρόπους που μπορούν να αφορούν και άλλους ανθρώπους εκτός από σένα – είναι άλλη υπόθεση. Όταν τιμάς αυτό που είσαι τότε μπορεί και να πεις κάτι αξιόλογο.
Τα επόμενα εικαστικά/μουσικά βήματα;
Ετοιμάζω μια ατομική έκθεση (στην Αγγλία, για το τέλος του 2017). Επίσης, στην Ελλάδα συνεργάζομαι με το Σκιρώνειο Μουσείο Πολυχρονόπουλου και με το Διεθνές Φεστιβάλ Κόμικς Αθήνας – και για τα δύο είμαι περήφανη. Οι άνθρωποι που τρέχουν αυτούς τους φορείς είναι αγνοί, άσπιλοι άνθρωποι – από τους λίγους – και έχουν όραμα. Ελπίζω και θα βάλω τα δυνατά μου να ξαναπαρουσιάσουμε αξιόλογο έργο στο κοντινό μέλλον παρά τις τρέχουσες οικονομικές δυσκολίες.
Στη μουσική τώρα, έχω μπει σε μια καταπληκτική περιπέτεια με τη συνθέτη Τζένη Τσίλη, και μια παρέα εκλεκτών μουσικών – ετοιμάζουμε ένα άλμπουμ και μια παράσταση μέσα στο 2017. Δεν θα πω περισσότερα εδώ – το κρατάω για έκπληξη και θα το αποκαλύψουμε σε επόμενη συνέντευξη! Θα πω μόνο ότι αυτή η συνεργασία με τιμά ιδιαίτερα και μου δίνει πραγματική χαρά.
Σε ευχαριστώ πολύ για τις ερωτήσεις σου, Γιώργο, και τη ζεστή φιλοξενία!
Website: www.katerina-barampouti.com
The Koppel Project Hive Artists Exhibition: http://thekoppelproject.com/the-hive-studio-artists-exhibition-2016/
Katerina Barampouti: talk and performance 15/12/2016 from 17:30 to 20:00
[fb-cal id=”1445260832″ show_event_calendar=”no” mode=”default” include_attending=”yes” /]