Ο ζωγράφος Jonathan Wateridge γεννήθηκε στη Ζάμπια. Ζει και δημιουργεί στην Αγγλία.
Οι πίνακές του θυμίζουν στιγμιότυπα από ταινίες και το μέγεθός τους εντυπωσιάζει.
Αναμένουμε τη νέα του δουλειά που θα παρουσιαστεί φέτος στο Λος Άντζελες για να δούμε την εξέλιξη στον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται το χρώμα.
Συνέντευξη: Γιώργος Αλεξανδράκης
Ένας από τους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες στο «Night Kitchen» εμφανίζεται και στο «Pool Party». Υπάρχουν χαρακτήρες-ρόλοι στους πίνακές σας, όπως συμβαίνει και στις ταινίες; Υπάρχει ένα σενάριο που ακολουθείτε ώστε να τους συνδέσετε μεταξύ τους;
Γενικά, όχι, αλλά με τους συγκεκριμένους πίνακες υπήρχε μια σύνδεση, καθώς επρόκειτο για μια σειρά από επτά πίνακες που συνέδεαν πτυχές ενός μυθοποιημένου Λος Άντζελες, μέσω της δομής μιας μη υπαρκτής ταινίας καταστροφής. Η κύρια πρόθεσή μου ήταν να αγγίξω ζητήματα τάξης και εθνότητας εντός του συμβολικού πλαισίου της αρχέτυπης δυτικής ευημερίας. Αυτά τα ζητήματα έχουν καταστεί από τότε ένα επαναλαμβανόμενο υπολανθάνον θέμα στους πίνακές μου, αλλά αυτή ήταν η μόνη φορά που αναφέρθηκα σε αυτά τα ζητήματα με έναν ρητά αφηγηματικό τρόπο.
Δημιούργησα το Pool Party και το Night Pool σχεδόν πριν από μία δεκαετία και, δεδομένου ότι ασχολούμαι με τη ζωγραφική μόνο από το 2005, νιώθω ότι είναι πολύ παλιά έργα και όχι ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικά της δουλειάς μου στο σύνολό της.
Από τότε έχω προσπαθήσει να χρησιμοποιήσω την αφήγηση πολύ πιο χαλαρά. Ορισμένες φορς επαναχρησιμοποιώ τους ίδιους περφόρμερ, κάτι που προφανώς δημιουργεί συσχετισμούς και αντλώ σημαντική έμπνευση από τη σύγχρονη φωτογραφία και τον κινηματογράφο. Στήνω ένα είδος ψευδοντοκιμαντέρ, δημιουργώντας θεατρικές σκηνές στις οποίες βασίζονται στη συνέχεια οι πίνακες. Αυτοσχεδιάζω με τους περφόρμερ στο σκηνικό και απαθανατίζω αυτή τη διαδικασία ως αναφορά, αλλά ποτέ δεν υπάρχει μια αυτή καθαυτή ιστορία.
Κάνοντας όλα αυτά, αναπόφευκτα ανασύρει κανείς αφηγήσεις, αλλά σήμερα προσπαθώ να τα αφήνω όσο το δυνατόν πιο ανοιχτά – με τον ίδιο τρόπο που ένα κινηματογραφικό καρέ της Cindy Sherman λειτουργεί με έναν συνειρμικό τρόπο – αντί να προσπαθώ να διορθώσω το νόημα ή την ιστορία για τον θεατή.
Ποιες είναι οι κύριες επιρροές σας στους πίνακες «Swimmer» και «Boy on Wall»;
Οι δύο αυτοί πίνακες ανήκουν σε πολύ διαφορετικά σύνολα έργων, αλλά υποθέτω ότι υπάρχουν αλληλεπικαλύψεις στο ότι και οι δύο περιέχουν την ιδέα ενός τείχους και το ζήτημα της πρόσβασης ή του αποκλεισμού από έναν χώρο. Συχνά υπάρχουν κάποιας μορφής εμπόδια ή παραπετάσματα στους πίνακές μου, είτε πρόκειται για τείχη, πύλες, ομίχλη ή ακόμα και αμμοβολημένο γυαλί. Το «Boy on Wall» ήταν μέρος μιας ομάδας έργων στα οποία οι μορφές ήταν σβησμένες, περιορισμένες ή πιεσμένες με κάποιον τρόπο από τις αστικές ή προαστιακές επιφάνειες γύρω τους.
Το έργο «The Swimmer», από την άλλη, ήταν αρχικά μέρος μιας έκθεσης του 2016 με τον τίτλο «Enclave» («Θύλακας»), η οποία απεικόνιζε καθημερινές εικόνες ατόμων που αράζουν ή πίνουν δίπλα στην πισίνα σε έναν περιφραγμένο κήπο, αλλά ήθελα την προσεκτική ενορχήστρωση της εγγενούς κανονικότητάς τους, ώστε να δημιουργήσω έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο παράξενος και ανοίκειος.
Το σκηνικό που στήθηκε γι’ αυτό βασίστηκε σε έναν κήπο προαστίου της Λουσάκα από την παιδική και νεανική μου ηλικία στη Ζάμπια. Πάντα ήμουν απρόθυμος να κάνω αυτοβιογραφικό έργο επειδή ο κόσμος μάλλον δεν χρειάζεται απαραίτητα να ακούσει για έναν λευκό άντρα της μεσαίας τάξης με μετααποικιακές καταβολές! Αλλά συνειδητοποίησα ότι έκανε τον «θύλακα» που περικλείει τόσο εμένα όσο και τον περιφραγμένο κήπο μια αρκετά καλή μεταφορά για την ίδια τη Δύση και όταν το ζήτημα της πεποίθησης δικαιώματος της δικής σου κουλτούρας είναι ο ελέφαντας στο δωμάτιο, νιώθεις ότι είναι σωστό να προσπαθήσεις να το θίξεις με κάποιον τρόπο.
Επεδίωκα μια στοιχειωμένη ποιότητα στους πίνακες της «Enclave», με τους λευκούς κατοίκους να αποτελούν κρυπτογραφήματα μιας νοσταλγίας που δυστυχώς εξακολουθεί να διαχέεται σε μεγάλο μέρος της Δύσης. Ταυτόχρονα, ο μαύρος κολυμβητής υποδηλώνει το φάντασμα μιας αποικιακής ιστορίας που στοιχειώνει αυτή τη νοσταλγία, με τη σύγχρονη μορφή του και το σταθερό βλέμμα του να αμφισβητεί την επίμονη αίσθηση ανωτερότητας της Δύσης. Ωστόσο, μπορεί απλώς να πρόκειται για μορφές στην πισίνα… Μου αρέσουν τα πράγματα που είναι διφορούμενα και που μπορεί να είναι τόσο προσωπικά όσο και πολιτικά στην ανάγνωσή τους.
Ποια διαδικασία ακολουθείτε για να δημιουργήσετε έναν πίνακα;
Όπως ανέφερα, περνάω από όλη αυτή τη διαδικασία κατασκευής ενός φανταστικού περιβάλλοντος, το οποίο στη συνέχεια γίνεται η βάση για τους πίνακες. Με ενδιαφέρει ο τρόπος με τον οποίο όλες οι εικόνες είναι εγγενώς κατασκευασμένες, δεν υπάρχει «αθώα» ή «αγνή» εικόνα.
Μέρος του λόγου για τον οποίο χρησιμοποίησα τον ρεαλισμό (ποτέ δεν υπήρξα «φωτορεαλιστής», αν και δυστυχώς οι χαμηλής ανάλυσης φωτογραφίες ορισμένων πολύ μεγάλων έργων μου στο διαδίκτυο ενδέχεται ορισμένες φορές να δίνουν άλλη εντύπωση) ήταν ότι θα αποτελούσε έναν αποτελεσματικό τρόπο αποκάλυψης της κατασκευασμένης φύσης των εικόνων μου.
Τα πρόσφατα έργα μου βασίζονται πολύ λιγότερο σε υλικό αναφοράς και, καθώς ο χειρισμός του χρώματος καθίσταται όλο και πιο εκφραστικός και περιλαμβάνει διαφορετικές ζωγραφικές και μορφολογικές γραμματικές, αισθάνομαι λιγότερο την ανάγκη να χρησιμοποιήσω τη διαδικασία κατασκευής σκηνικού. Σήμερα, μου επιτρέπω ακόμα και να πειραματιστώ μέσα από τη χρήση υλικού από τρίτους, οπότε θα δούμε πώς θα πάει αυτό.
Ποιους άλλους ρόλους χρειάζεται να «ενσαρκώνετε» εκτός από αυτόν του ζωγράφου;
Όταν δημιουργώ τους πίνακες, είμαι απλώς ένας ζωγράφος, κάτι που μου αρέσει περισσότερο απ’ όλα. Κατά τη σκηνοθεσία των εικόνων είμαι τα πάντα από διακοσμητής-σκηνογράφος (αν και με βοηθάει αφάνταστα ένας εκπληκτικός σκηνογράφος – ένας καλός φίλος και ταλαντούχος καλλιτέχνης και δάσκαλος, ο Nicholas Mortimer) μέχρι βοηθός ενδυματολόγου, υπεύθυνος διανομής ρόλων, υπεύθυνος τροφοδοσίας…
Πρόκειται για μια πολύ αυτοσχέδια διαδικασία κι έτσι καταλήγω να παίζω δέκα διαφορετικούς ρόλους όσον αφορά τις εργασίες που πρέπει να γίνουν! Για κάποιον που του αρέσει να είναι μόνος και να ζωγραφίζει, πρέπει να παραδεχτώ ότι το βρίσκω αρκετά αγχωτικό. Είναι ακόμα ένας λόγος για τον οποίο είμαι ευτυχής που απομακρύνομαι από μια πιο κυριολεκτική απεικόνιση του θέματος μου.
Οι σκέψεις σας για τη σύγχρονη σκηνή ζωγραφικής σε διεθνές επίπεδο;
Νομίζω ότι είναι εξαιρετικά συναρπαστική. Όχι το κομμάτι της αγοράς τέχνης, που έχει τα ίδια προβλήματα με το 1% που αφορούν την υπόλοιπη κοινωνία, αλλά το πιο σημαντικό κομμάτι – η δουλειά που γίνεται και η ποικιλία εκπληκτικών φωνών που βρίσκουν επιτέλους ένα ευρύτερο κοινό. Ήμουν φοιτητής στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και αισθάνθηκα τόση εννοιολογική ενοχή για την ιδέα της ζωγραφικής που την εγκατέλειψα για 15 χρόνια. Θα ήθελα πολύ να ήμουν νέος τώρα με την αίσθηση ότι όλα είναι δυνατά – τουλάχιστον όσον αφορά τη ζωγραφική. Δυστυχώς, η ευκαιρία έχει συνθλιβεί σε τόσους πολλούς άλλους τομείς.
Ποιος είναι ο αντίκτυπος της έλλειψης εκπαίδευσης σε θέματα τέχνης και ποιον ρόλο παίζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε αυτό;
Υποθέτω ότι εννοείτε τις περικοπές χρηματοδοτήσεων στην καλλιτεχνική και πολιτιστική εκπαίδευση των νέων από τις κυβερνήσεις που θεσπίζουν μέτρα ακραίας λιτότητας. Αν πρόκειται περί αυτού, όπως συμβαίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο, τότε είναι πολύ ανησυχητικό.
Σίγουρα δεν χρειάζεται να πω σε ένα ελληνικό ακροατήριο για τον αντίκτυπο της λιτότητας, ούτε να επισημάνω ότι, ιστορικά, η καλλιτεχνική μας παραγωγή είναι εκείνη που τείνει να καθορίσει τους πολιτισμούς μας.
Το πρόβλημα είναι επίσης ότι οι άνθρωποι δεν είναι καθόλου λιγότερο δημιουργικοί χωρίς αυτήν την εκπαίδευση, απλώς οι ευκαιρίες πρόσβασης σε αυτήν είναι περιορισμένες. Αυτή τη στιγμή μοιάζει όλοι οι τομείς της τέχνης να γίνονται ολοένα και περισσότερο χώροι για προνομιούχους και μόνο παιδιά από αυτά τα υπόβαθρα θα έχουν την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσουν τέχνη, κάτι που είναι ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που θα έπρεπε να συμβαίνει.
Όσον αφορά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πιθανότατα δεν είμαι το πλέον κατάλληλο άτομο για να σχολιάσω, καθώς μόλις γράφτηκα στο Instagram! Ωστόσο, η ευκολία πρόσβασης σε έναν εκπληκτικό αριθμό άλλων καλλιτεχνών είναι φανταστική αλλά, αν ξεκινούσα τώρα, οπωσδήποτε θα αισθανόμουν κάπως πελαγωμένος στην προσπάθειά μου να βρω τη θέση μου μέσα σε όλο αυτό.
Μου αρέσει το ότι έχω τη δυνατότητα να ανακαλύψω υπέροχους ζωγράφους, αλλά το διαδίκτυο δεν μπορεί να υποκαταστήσει το να στέκεται κανείς πραγματικά μπροστά σε ένα μεγάλο έργο τέχνης. Τα αρχεία JPEG χαμηλής ανάλυσης των έργων ζωγραφικής μπορούν να κρύψουν πολλά από τα ελαττώματα μιας κακής δουλειάς, αλλά και να υποβαθμίσουν τις λεπτές υφές και την επίδραση των καλών έργων τέχνης.
Πάντα ήθελα να ρωτήσω έναν ζωγράφο για τα συναισθήματά του όταν βλέπει αντίγραφα έργων τέχνης που έχουν κάνει μεγάλη αίσθηση (Το Φιλί του Klimt, το Φιλί V του Lichtenstein κ.λπ.) να αναπαράγονται σήμερα από κάποιους πτυχιούχους σχολών τέχνης και να εκτίθενται σε γκαλερί.
Είμαι εντάξει μ’ αυτό, οι καλλιτέχνες απορροφούν συνεχώς το έργο άλλων καλλιτεχνών και νομίζω ότι εφόσον ο καλλιτέχνης δεν αναπαράγει τυφλά ή αφελώς το έργο κάποιου άλλου και βάζει και κάτι δικό του μέσα, δεν έχω κανένα πρόβλημα. Λατρεύω την ιστορία της ζωγραφικής και πραγματικά απολαμβάνω να ακολουθώ τα ίχνη της επιρροής μέσα από τη δουλειά των άλλων.
Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;
Φέτος θα κάνω μια ατομική έκθεση στο Λος Άντζελες με τον τίτλο «Expatria». Οι πίνακες ανοίγουν τον «θύλακα» που δίνει, από τη μια πλευρά, μια πιο αμερόληπτη και μεγαλόπνοη σειρά εικόνων, αλλά αυτό μάλλον εξαρτάται από την οπτική γωνία του θεατή. Οπότε, από την άλλη πλευρά, ελπίζω πως το έργο θέτει αρκετά ερωτήματα ώστε να καταστήσει σαφές ότι, όσον αφορά την ουσιαστική ισότητα, έχουμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας.
Το 2018 έκανα επίσης μια τεράστια αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο χειρίζομαι το χρώμα και πραγματικά ανυπομονώ να προωθήσω περαιτέρω αυτήν την εξέλιξη. Για να είμαι ειλικρινής, νιώθω σαν μόλις να ξεκινάω και να αρχίζω να έχω μια ιδέα του πώς θέλω να δουλέψω – στα 47 είμαι σαφώς πολύ αργός μαθητής! Είμαι επίσης ενθουσιασμένος με τη διερεύνηση νέων συμβολισμών, οι οποίοι πιθανόν θα είναι μια συνεχιζόμενη ανάλυση της έννοιας του προνομίου αλλά και το ζήτημα της αρρενωπότητας θα αποτελέσει ένα επιπρόσθετο θέμα.